Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου
Από την Ανδρίτσαινα στη Φιγαλεία. 36 χιλιόμετρα.
Μετά τις μία τη νύχτα τα τσακάλια και τα σκυλιά σταμάτησαν τελείως. Αμέσως μετά το ξημέρωμα μαζεύω τα πράγματά μου και ξεκινώ, καθώς θέλω να απολαύσω τη διαδρομή στα βουνά αυτό το πρωινό προς την Ανδρίτσαινα.
Η Ανδρίτσαινα είναι ένα ιστορικό και γραφικό κεφαλοχώρι, με μία πολύ καλή αγορά για έναν ταξιδιώτη σαν και μένα. Λόγω και άλλων θετικών εμπειριών από το ταξιδιωτικό μου παρελθόν, θέλω να περπατήσω στο χωριό. Ταξιδεύοντας στην ελληνική γη, είναι σκέτη απόλαυση αυτά τα χωριά της επαρχίας. Δεν χρειάζεται να έχεις συγκεκριμένο σκοπό, αρκεί να βολτάρεις σε αυτούς τους χώρους, αυτό από μόνο του ισοδυναμεί με μία ψυχοσωματική θεραπευτική διαδικασία που συνδυάζει την ιστορική μνήμη με την αισθητική και το υγιεινό κλίμα και τον φρέσκο βουνίσιο αέρα.
Καθαρίζοντας καρύδια με τη συντροφιά του Ερμή.
Θέλω να ανανεώσω τα τρόφιμα για μερικές ημέρες. Βρίσκω φρέσκο ευωδιαστό ψωμί σε ένα φούρνο και μερικά άλλα ντόπια καλούδια. Επιδίδομαι σε ένα γεύμα με το ψωμί στην έξοδο του χωριού σε μία φιλόξενη βρύση, μαζί με εξαιρετικό ντόπιο γιαούρτι. Προετοιμάζομαι για μία ξεγυρισμένη ανηφόρα που ξέρω ότι με περιμένει. Με το άρωμα της αγράμπελης στα ρουθούνια μου αφήνω τη γραφική Ανδρίτσαινα και αρχίζω την ανάβαση προς τον Επικούριο Απόλλωνα.
Ο καιρός είναι θαυμάσιος και ιδανικός για ποδηλασία. Σε μία στροφή πετάγεται μπροστά μου μία ομάδα ποδηλατών. Κατεβαίνουν σαν ξανθοί σίφουνες από τον Επικούριο και με χαιρετούν θερμά, θαυμάζοντας το βάρος που κουβαλώ στην ανηφόρα. Είναι ξένοι βεβαίως και έχουν συνοδευτικό όχημα για υποστήριξη. Αυτός ο τρόπος ταξιδιού με ποδήλατο και με επισκέψεις σε ενδιαφέροντες χώρους είναι ασύγκριτα προτιμότερος από τον κλασικό τρόπο με αυτοκίνητο, ιδιωτικό ή νοικιασμένο, γιατί σέβεται το περιβάλλον, το φυσικό και το πολιτιστικό. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει όλες τις προϋποθέσεις για έναν τέτοιο τουρισμό, αφού και φύση και ιστορία και πολιτισμός συνδυάζονται με μοναδικό τρόπο για να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εμπειρία δημιουργικής αναψυχής. Με απλά λόγια, είναι ένας χώρος που τα έχει όλα και δεν τού λείπει απολύτως τίποτα - απολύτως, και αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή.
Σιγά σιγά και με τον χρόνο σύμμαχο - έτσι είναι όταν δεν βιάζεσαι! - βρίσκομαι στα ψηλά, κάπου στα 900 μέτρα υψόμετρο, κινούμενος προς τις κορυφές των βουνών. Σταματώ σε ένα εκκλησάκι, πρόσφατα χτισμένο, σε μια ήσυχη μεριά. Το μόνο που λείπει σε αυτό το μέρος είναι το νερό, πράγμα που δεν με ενοχλεί ωστόσο γιατί έχω μαζί μου αρκετό, αλλά το εκκλησάκι έχει παραδόξως ηλεκτρικό ρεύμα, οπότε θα συνδυάσω έναν αναζωογονητικό υπνάκο με τη φόρτιση της μπαταρίας μου. Το περιβάλλον εδώ πάνω είναι πραγματικά υπέροχο. Όπου και να κοιτάξεις, όπου και να πας, ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να αισθανθείς, όλα λειτουργούν υπέρ σου. Όλος αυτός ο κόσμος λες και συμμαχεί με τη μικρή σου ύπαρξη εδώ και τώρα, για να σού προσφέρει μια εμπειρία που ξέρεις ότι θα θυμάσαι για πάντα.
Στην προηγούμενη φωτογραφία φαίνεται το τυπικό σύστημα καλλιέργειας που είχαν οι παλιοί άνθρωποι των ορεινών περιοχών. Στο δεξιό μέρος της εικόνας φαίνονται οι κλασικές καλλιεργητικές αναβαθμίδες με ξερολιθιά, που συγκρατούσαν το έδαφος προσφέροντας χωμάτινη επιφάνεια για την καλλιέργεια. Σε αυτά τα ορεινά χωράφια, όπου οι άνθρωποι εκμεταλλεύονταν κάθε σπιθαμή πολύτιμης γης στα δύσβατα εδάφη, καλλιεργούσαν δημητριακά και γεννήματα, φακή, ρεβύθια, ρόβη, καλαμπόκι κλπ., επιτυγχάνοντας αποδόσεις καλύτερες ακόμα κι από τα σημερινά υβρίδια. Ναι, στα ξερικά αυτά εδάφη και χωρίς χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα, γιατί οι ποικιλίες ήταν απόλυτα προσαρμοσμένες στο τοπικό περιβάλλον, μετά από την μακρόχρονη επιλογή από γενιά σε γενιά. Στο αριστερό μέρος της εικόνας φαίνεται το πέτρινο αλώνι, όπου αλώνιζαν το στάρι κλπ. Σε όλα αυτά τα βουνά βλέπεις αυτά τα παλιά πέτρινα αλώνια. Με αυτό το πανάρχαιο παραδοσιακό σύστημα της καλλιέργειας οι ορεινοί πληθυσμοί είχαν αυτάρκεια σε τρόφιμα, ακόμα και στα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας ή της γερμανικής κατοχής, χωρίς να τους λείπει τίποτα. Ήταν ένα σύστημα μιας κοινωνικά οργανωμένης τοπικής οικονομίας, που σε κάνει να αναρωτηθείς πώς συμβαίνει σήμερα, παρά τα εξελιγμένα τεχνικά μέσα, παρά την επέκταση της γεωργίας σε όλα τα εύφορα πεδινά εδάφη, παρά την οργάνωση και τα σωματεία και τους συλλόγους και τα υπουργεία, πώς στο διάβολο κατάφεραν να μετατρέψουν τον αγρότη σε επιχειρηματία χρεωμένο στις τράπεζες και στο δήθεν δημόσιο αλλά στην πραγματικότητα ιδιωτικό κράτος. Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν, μία τέτοια χώρα, με ένα τέτοιο πλούσιο φυσικό περιβάλλον, με μια τέτοια ποιότητα φύσης παρθένας και καθαρής, χωρίς βαριά βιομηχανία και ρύπανση, που μπορεί να παράγει πρώτης ποιότητας τρόφιμα και να θρέψει κόσμο και κοσμάκη, πώς γίνεται σήμερα να εισάγει σκουπιδοτροφές από τις δυτικές εταιρείες τροφίμων που πνίγουν τον τόπο με διατροφικά σκουπίδια. Πώς είναι δυνατόν να επικρατεί σε μια τέτοια χώρα το διατροφικό μοντέλο του σούπερ μάρκετ, με το οποίο οι άνθρωποι τρέφονται με κονσέρβες και μπουκαλάκια γεμάτα με επεξεργασμένες χημικές τροφές, συντηρητικά, διοξίνες, μεταλλαγμένα. Πώς επικράτησε το διατροφικό μοντέλο της χημικής διατροφής, σε ένα τέτοιο μέρος, σε έναν τέτοιο παράδεισο. Πώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ζουν με τοξική τροφή. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, δεν το χωράει ο νους σου, όταν περιδιαβάζεις αυτόν τον απέραντο κόσμο και τον γνωρίσεις από κοντά.
Το όρος Κωτύλιο ήταν ένα από τα δύο ιερά βουνά των αρχαίων Φιγαλέων. Το έτος 430 π.Χ. η Φιγαλεία θερίστηκε από κάποιο μεταδοτικό λοιμό. Ο αποδεκατισμένος πληθυσμός κατέφυγε στο Κωτύλιο, όπου εκεί το κλίμα ήταν σαφώς πιο υγιεινό, και όπου υπήρχε ήδη ένας μικρός ναός του Απόλλωνος Βασσίτου. Η πληροφορία αυτή είναι σημαντική, αν λάβουμε υπόψιν και τις θεραπευτικές ιδιότητες του θεού Απόλλωνος. Εκεί με τον ήλιο και με τον αέρα του βουνού τελικά η ασθένεια υποχώρησε. Θεωρώντας τον Απόλλωνα ως βοηθό (επίκουρο) για τη σωτηρία τους, οι Φιγαλείς προσκάλεσαν τον Ικτίνο και έτσι δημιουργήθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός του Επικουρίου Απόλλωνος.
Ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες της Φιγαλείας ήταν το πρώτο από τα μνημεία της ελληνικής κλασσικής αρχαιότητας που περιελήφθηκε στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Είναι ένα σημείο του κόσμου αυτού που κάθε φορά που περνώ από εδώ κοντά θα νιώθω ως χρέος να επισκεφθώ. Υπάρχουν κάποια μέρη που έχουν μία τόσο ισχυρή σημειολογία, ώστε νιώθεις ότι όσες φορές κι αν τα επισκεφθείς δεν θα είναι αρκετές. Για το κτίσμα αυτό ο Παυσανίας έγραψε, “Ικτίνος ο αρχιτέκτων του εν Φιγαλία ναού γεγονώς τη ηλικία κατά Περικλέα και Αθηναίους τον Παρθενώνα καλούμενον κατασκευάσας”. Λέγει επίσης ότι ήταν ο δεύτερος ναός μετά τον εν Τεγέα μεταξύ όλων των ναών της Πελοποννήσου ανώτερος για το κάλλος του λίθου και για την αρμονία. Θεμελιωμένος στον φυσικό βράχο σε υψόμετρο 1130 μ., δημιουργήθηκε κατά την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, με πολλές καινοτομίες και όσον αφορά στη θέση όπου κτίστηκε αλλά και όσον αφορά στις ιδέες του αρχιτέκτονα και τους συνδυασμούς των ρυθμών. Η πρώτη ανασκαφή έγινε το 1812 και ένα σημαντικό τμήμα της ζωφόρου βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Η αποκατάσταση του μνημείου από το ελληνικό κράτος αποφασίστηκε μόλις το 1982.
Το σκέπαστρο θεωρώ ότι υποβιβάζει πολύ την αξία του μνημείου, γιατί το αποκόπτει από το περιβάλλον του, πράγμα που έχει κρίσιμη σημασία για το συγκεκριμένο μνημείο, καθότι η κατασκευή του έλαβε υπόψιν ακριβώς τον περιβάλλοντα χώρο. Φαίνεται τουλάχιστον αξιοπερίεργο, πώς οι αρχαίοι άνθρωποι μπορούσαν να αντιληφθούν την αρχιτεκτονική και αισθητική λειτουργία του χώρου χωρίς να έχουν τα τεχνικά μέσα της οπτικής αντίληψης εκ των άνω. Πολύ απλά, εμείς σήμερα μπορούμε να δούμε αεροφωτογραφίες του τοπίου και να δούμε το ναό μέσα στον ευρύτερο χώρο του, αλλά εκείνοι τότε δεν μπορούσαν να δουν αυτό που εμείς σήμερα εύκολα μπορούμε να δούμε. Και όμως θαυμάζουμε το δημιούργημά τους, με τη βοήθεια των τεχνικών μέσων που σήμερα διαθέτουμε. Ο φυσικός άνθρωπος του παρελθόντος διέθετε μία πρωτογενή αντιληπτική ικανότητα σε σύγκριση με τον σημερινό άνθρωπο και φαίνεται ότι λόγω των τεχνικών ευκολιών η φυσική αντίληψη έχει ατονήσει λόγω της αχρησίας της.
Παρατηρώντας τη μορφολογία και τις αναλογίες των όγκων σε αυτό το κτίσμα της αρμονίας λοιπόν, αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, εάν μπορούσαμε να πάμε πίσω το χρόνο και να δώσουμε στους αρχαίους εκείνους ανθρώπους, στον Ικτίνο και τους άλλους, τα τεχνικά μέσα και εργαλεία που έχουμε εμείς, για να δημιουργήσουν σήμερα το ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Και αναρωτιέμαι πάλι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, εάν αντιστρόφως αναθέταμε σήμερα στους επιστήμονες και τεχνικούς να κατασκευάσουν ένα δεύτερο ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Αλλά όχι ως αντιγραφή, παρά με βάση το πώς ο ναός έχει ερμηνευτεί, ή μπορεί να ερμηνευτεί, έτσι ώστε να υπάρχουν οι δημιουργικοί βαθμοί ελευθερίας. Και μετά ας συγκρίναμε τα δύο κατασκευάσματα. Ως ποιητικό αντικείμενο, το δημιούργημα μπορεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από αυτό που άμεσα εμπίπτει στις αισθήσεις. Τα αρχαία εκείνα κτίσματα λειτουργούσαν σε ένα επίπεδο πέραν της χρηστικής αξίας, μέσα στο γενικότερο ιστορικό και μυθολογικό πλαίσιο. Δεν ήταν αυθύπαρκτα καθ' εαυτά, δεν ήταν αυτόνομα κατασκευάσματα ξεκομμένα από τον χώρο, ούτε από τον χρόνο. Όπως τοποθετούνταν στον χώρο για να συνδέσουν διαλεκτικά το εδώ με το εκεί και με το παντού, επίσης τοποθετούνταν στον χρόνο για να συνδέσουν το τώρα με το πριν και με το μετά, με το κάποτε και με το πάντα. Ως ανθρώπινα επινοήματα, συνιστούσαν δημιουργικές προεκτάσεις του ανθρώπου. Ο λίθος, το ανόργανο και άψυχο και αδρανές και διαχρονικό ορυκτό υλικό, αποτελεί το αντιληπτό μέσο αυτής της διαιώνισης, αυτής της προέκτασης, ο αδιάψευστος μάρτυράς της. Από τα ανθρώπινα χέρια φτιαγμένοι, οι λίθινοι όγκοι μας μεταφέρουν μορφές που υπαινίσσονται περιεχόμενα. Μορφές που μας παρασύρουν σε ερμηνείες. Αυτή η μεταμόρφωση του άψυχου υλικού δεν μπορεί παρά να είναι το άκρον άωτον της δημιουργικότητας. Στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αυτή η μεταμόρφωση της ύλης σε πνεύμα φτάνει στο απόγειό της. Αυτές οι άψυχες πέτρες είναι γεμάτες ζωή. Τις βλέπεις και αντιλαμβάνεσαι τη ζωή να ανοίγει, να προεκτείνεται, να προεκτείνει το παρόν προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Παρατηρείς σήμερα αυτό που εκπορεύεται από κάποιο μακρινό παρελθόν και αυτή η παρατήρηση διευρύνει τον αντιληπτικό σου ορίζοντα. Άλλες εποχές, άλλα δεδομένα.
Ήταν εδώ ανάμεσα σε αυτές τις γιγάντιες στήλες ένα καλοκαίρι πριν από δύο αιώνες, που μια διεθνής σπείρα αρχαιοκαπήλων, κάθε καρυδιάς καρύδι από την “πολιτισμένη" δύση και ανατολή, ανέσυραν μέσα από τα ερείπια τις 23 ιωνικές πλάκες της ζωφόρου, οι οποίες σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, αφού δωροδόκησαν τον τοπάρχη της Πελοποννήσου Βελή Πασά για 400 γρόσια και τις πούλησαν σε δημοπρασία στη Ζάκυνθο για 19.000 γρόσια. Οι ντόπιοι αντέδρασαν αρχικά αλλά οι αρχαιοκάπηλοι έκαναν τη δουλειά τους, έχοντας την υποστήριξη και ανοχή της τοπικής εξουσίας και ο Γέρος του Μοριά είπε τη γνωστή φράση “αφού δεν είμαστε ακόμα ελεύθεροι στο διάβολο να τα πάνε”. Ο Κόκερελ έζησε πλουσιοπάροχα το υπόλοιπο της ζωής του στην Μητέρα Αγγλία, και σε βιβλίο του έγραψε με κυνισμό: “Δεν περιμέναμε ότι θα μας επιτρεπόταν να πάρουμε μαζί μας τα αρχαία χωρίς αντιρρήσεις, γιατί όσο κι αν οι άνθρωποι αδιαφορούν για την περιουσία τους αρχίζουν να την εκτιμούν όταν κάποιοι τη βάζουν στο μάτι. Οι προύχοντες σύσσωμοι ήρθαν και μας διάβασαν δήλωση του συμβουλίου με την οποία μας εκλιπαρούσαν να σταματήσουμε γιατί μόνο ο θεός ήξερε τι ατυχίες θα χτυπήσουν τον τόπο αν συνεχίζαμε. Αυτή η βλακώδης προσχηματική δεισιδαιμονία ήταν απλά δικαιολογία για να μας αποσπάσουν λεφτά.” Από αυτό μπορούμε να υποψιαστούμε τη νοοτροπία της τότε εξουσίας, και συνδυάζοντας αυτήν την πληροφορία με τη γνώση του ποιοι πραγματικά εξουσίαζαν τον λαό, αμέσως καταλαβαίνουμε σε τι προσέβλεπε η πολιτική και θρησκευτική εξουσία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Μπαίνω στον πειρασμό μιας φωτογραφίας που προέρχεται από το αρχείο Μπουασσονά της Γενεύης, μιας παλιάς φωτογραφίας που έρχεται κι αυτή από το βάθος του χρόνου. Το 1903 ο Φρεντ Μπουασσονά μαζί με τον φίλο του Ντανιέλ Μπο-Μποβύ και τις γυναίκες τους μπαρκάρουν για μία κρουαζιέρα προς την Κέρκυρα. Ο Φρεντ θαμπώνεται από τη ζωή και τα έθιμα στο νησί αυτό, και έτσι η κρουαζιέρα εξελίσσεται σε ένα κανονικό ταξίδι, το πρώτο τους ταξίδι στην Ελλάδα, κατά το οποίο ο Φρεντ τραβά τις πρώτες φωτογραφίες που μέλλουν να κάνουν γνωστή στην Ευρώπη την Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Στις 11 Μαίου λοιπόν του έτους εκείνου, 115 χρόνια πριν από σήμερα, μετά τον Παρνασσό, την Αθήνα, το Ζεμενό της Κορινθίας και άλλες αρχαιότητες η ομάδα των περιηγητών βρίσκεται στις Βάσσες. Ο ελληνικός Μάης βρίσκεται σε όλη του τη δόξα. Ένα μοναδικό φως λούζει τον κόσμο. Έχουν αφήσει τα μουλάρια δεμένα στα πουρνάρια και ξαποσταίνουν στον ίσκιο πίσω από τους κίονες του ναού. Το ουράνιο φως παίζει με τον λευκό λίθο στο ναό του Απόλλωνα. Ο Φρεντ στήνει τη φωτογραφική μηχανή για μία αναμνηστική φωτογραφία. Οι μηχανές εκείνης της εποχής ήταν μεγάλα βαριά κουτιά και το τράβηγμα μίας φωτογραφίας ήταν ολόκληρη διαδικασία. Αφού ο Φρεντ στήσει και ετοιμάσει τα της μηχανής, δίνει οδηγίες σε έναν από τους ντόπιους οδηγούς για το πώς θα ενεργοποιήσει το κλείστρο της μηχανής, μπαίνει στο κάδρο και ο ίδιος και κάνει νόημα στον οδηγό να πιέσει. Το κλείστρο πέφτει με το χαρακτηριστικό του βαρύ “κλαπ” πίσω από το φακό και η φωτοευαίσθητη πλάκα συλλαμβάνει τη στιγμή της παρέας, με τον Φρεντ στο άνω μέρος του κάδρου, έναν οδηγό στα δεξιά και τον Ντανιέλ και τις δυο κυρίες να συγκεντρώνονται στην επίγευση και το άρωμα κάποιου φιγαλιώτικου κρασιού.
Μια γλυκιά συννεφιά σκεπάζει τα βουνά και ένα αλλόκοτο φως λούζει τον τόπο αυτό το απόγευμα, καθώς αφήνω πίσω μου τις Βάσσες και κατηφορίζω προς το Δραγώγι, προς τον επόμενο στόχο μου, τη Φιγαλεία. Η Φιγαλεία απείχε 40 στάδια από τον Επικούριο επάνω στο Κωτύλιο όρος, κατά τον Παυσανία. Μερικές βροχοστάλες με δροσίζουν, ενώ σταματώ σε μία στροφή για τη θέα του φαραγγιού της Νέδας κάτω από τα πόδια μου.
Ο δρόμος φυσικά είναι εντελώς έρημος. Ψυχή ζώσα γύρω μου. Ένα πράγμα λες και έχει πέσει βόμβα υδρογόνου. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι και το επόμενο χωριό, θα συναντήσω μόνο έναν βοσκό που περιμένει τα ζώα του δίπλα σε ένα αγροτικό αυτοκίνητο.
Εντελώς απρόσμενα σε μία στροφή του επαρχιακού δρομάκου πέφτω επάνω σε αρχαία ερείπια. Τα ερείπια είναι πολλά και προξενούν εντύπωση, αλλά σε κανέναν χάρτη μου δεν βλέπω κάποια αρχαία τοποθεσία ή τοπωνύμιο ή κτίσμα, απολύτως τίποτα. Αποφασίζω να ψάξω λίγο στο διαδίκτυο. Η μοναδική πληροφορία που βρίσκω είναι ότι πρόκειται για κάποιον αταυτοποίητο δωρικό ναό. Μέσα στη μέση του πουθενά. (Ερώτημα: εάν είχαν γίνει ανασκαφές και είχε μελετηθεί ο ναός, θα ήταν άγνωστος και αταυτοποίητος;) Κοντά στα ερείπια, στην άκρη του δρόμου, υπάρχει μία πινακίδα με την αόριστη ένδειξη “αρχαιολογικός χώρος” και τίποτε άλλο, τοποθετημένη με έναν εντελώς ηλίθιο τρόπο σα να θέλει σκοπίμως να σε μπερδέψει, καθώς είναι αμφίβολο εάν θέλει να δείξει προς τον χώρο των ερειπίων ή προς τη συνέχεια του δρόμου προς τη Φιγαλεία.
Τα κομμάτια του ναού είναι διασκορπισμένα στο χώρο και τοποθετημένα με τρόπο που προδίδει τη διενέργεια κάποιας ανασκαφής στο παρελθόν. Υπάρχει ένα εντυπωσιακό στοιχείο του χώρου, το οποίο δεν περνά απαρατήρητο από το παρατηρητικό μάτι, και αυτό είναι το μέρος του βωμού ή βάθρου. Η παρατήρηση των ακμών του λίθου στο βωμό, αλλά και σε αρκετά από τα υπόλοιπα μέλη, φανερώνει ότι το σημείο ήταν σκεπασμένο μέχρι σχετικά πρόσφατα. Αυτό αποτελεί ένδειξη χρήσης του ναού, ή τουλάχιστον προστασίας του, διότι ο κύριος λόγος διάβρωσης των ακμών των λίθων είναι το νερό της βροχής στο πέρασμα των αιώνων. Και η κάλυψη με σκεπή σημαίνει χρήση. Θα πρέπει λοιπόν ο ναός να χρησιμοποιούνταν και τους μεταγενέστερους αιώνες. Μάλιστα παρατηρώντας με λεπτομέρεια, βλέπεις ότι υπάρχουν και μέλη με οξείες ακμές κοντά στο βάθρο, και ιδίως το βάθρο το ίδιο, αλλά και μέλη με αμβλείες ακμές μακρύτερα, πράγμα που σημαίνει ότι ενώ το υπόλοιπο μέρος του κτίσματος είχε εγκαταλειφθεί, το κεντρικό σημείο προστατεύονταν με σκεπή, πράγμα που ενισχύει την υπόθεση της χρήσης μέχρι προσφάτως. Λέγοντας βεβαίως προσφάτως δεν εννοούμε χθες ή προχθές, αλλά κάποιον αιώνα αρκετά μακριά από την τυπικά θεωρούμενη αρχαιότητα. Ένα άλλο σίγουρο πάντως είναι ότι εδώ δεν υπάρχει κανένα ίχνος χριστιανικού κτίσματος.
Περνώ μέσα από ένα ακόμη εγκαταλελειμένο χωριό, με το όνομα Περιβόλια. Πράγματι υπάρχουν περιβόλια εδώ, με καρυδιές και συκιές. Μια κλασική πέτρινη βρύση δίνει στον κόσμο υπέροχο νερό. Σε μια αυλή ακούω κάτι παιδιά που παίζουν, άρα λοιπόν το χωριό είναι όχι ακριβώς αλλά σχεδόν εγκαταλελειμένο.... Βρίσκω μία συκιά με περίεργα σύκα και θέλω να τα δοκιμάσω. Μικρά, κοκκινωπά, κολλώδη, αλλά έχουν μία γεύση καταπληκτική. Περνώντας για πρώτη μου φορά από τα μέρη της Φιγαλείας, μού έμελλε να γνωρίσω τα γευστικότατα σύκα της Φιγαλείας.
Ο ήλιος πλησιάζει στη δύση του. Ένα γλυκό πλάγιο κοκκινωπό φως πέφτει στον άδειο φιδωτό δρομάκο που με οδηγεί μέχρι τη Φιγαλεία.
Η ώρα είναι κατάλληλη για να βρω ένα μέρος για τη νύχτα. Και ξέρω πού, θα είναι η αρχαία κρήνη, και βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του χωριού. Περνώντας μέσα από ένα ακόμα σχεδόν έρημο χωριό, δηλ. συναντώντας μια κλειστή ταβέρνα και αντιλαμβανόμενος την παρουσία τριών το πολύ ανθρώπων, βρίσκω την αρχαία κρήνη της Φιγαλείας. Το μέρος αυτό εύκολα θα το χαρακτήριζε κανείς ειδυλλιακό. Εδώ θα περάσω τη νύχτα μου.
Αφού πιω νερό από την αρχαία κρήνη, κάθομαι ήσυχα και παρατηρώ το σχέδιο του Ορλάνδου, προσπαθώντας να την αναστήσω στη φαντασία μου στην ολότητά της με βάση την υπαρκτή κατασκευή. Η κρήνη έχει χαρακτηριστεί ως σύνθετη, δηλ. ήταν ταυτόχρονα και ροοκρήνη (ρέον ύδωρ, ρέω, ροή) αλλά και αρυκρήνη (με λεκάνη, αρύω, αρύομαι σήμαινε παίρνω νερό με δοχείο για τον εαυτό μου). Παρατηρώντας τις μεγάλες πέτρες όπως συναρμόζονται η μία με την άλλη, η ακρίβεια της κατασκευής είναι πραγματικά καταπληκτική. Εικοσιτέσσερις αιώνες πέρασαν και νομίζεις ότι η πέτρινη κατασκευή έγινε μόλις χθες. Εικοσιτέσσερις αιώνες πέρασαν, και αυτό το νερό πότισε αμέτρητες γενιές ανθρώπων. Εικοσιτέσσερις αιώνες πέρασαν και ο ίδιος ήχος του γάργαρου νερού ακούγεται στη σιωπή αυτού εδώ του μέρους, αμέτρητα απογεύματα σαν το σημερινό, στην ησυχία αυτής της φύσης, κάτω από ποιος ξέρει πόσα πλατάνια που έκλεισαν τον κύκλο της ζωής τους σε αυτή την πηγή. Ποιος ξέρει πόσα ζώα, πόσοι άνθρωποι, πόσες ιστορίες διαδραματίστηκαν, πόσοι έρωτες ξεκίνησαν, ή τελείωσαν, πόσα γεγονότα συνέβησαν, μπροστά σε αυτές εδώ τις πέτρες. Αυτές οι πέτρες έχουν γίνει ζωντανές από όλα όσα κουβαλάνε, έχουν μνήμες, ιστορία, έχουν χρόνο. Αυτό το νερό, τρέχει, τρέχει, τρέχει, ασταμάτητο, τίποτα δεν το σταματά. Το δροσερό αεράκι δονεί τα φύλλα του πλατάνου, σιγαλά, διακριτικά, συμπληρώνει τη δροσιά του νερού. Οι μυρωδιές του δάσους έρχονται, έρχονται, έρχονται, όσο το φως λιγοστεύει καθώς ο ήλιος δραπετεύει πίσω από τα βουνά.
Ένας άνδρας με δύο παγούρια νερού έρχεται και παίρνει νερό από την κρήνη. Είναι χωριανός, ένας σύγχρονος Φιγαλεύς. Ασφαλώς ένας από τους λιγοστούς κατοίκους που απέμειναν. Μού επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν πολλά γουρούνια. Ήδη έχω παρατηρήσει το χαρακτηριστικά σκαμμένο έδαφος από τα αγριογούρουνα στα περίχωρα της πηγής και φρόντισα να στήσω τη σκηνή μακριά από το νερό, επάνω στο άνδηρο που περιβάλλει τον κορμό του μεγάλου πλατάνου για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Το βραδυνό φαγητό ευωδιάζει στο κατσαρολάκι και πρόκειται να έχω απόψε ένα πολυτελές γεύμα στην τραπεζαρία της κρήνης με τις αρχαίες πέτρες, στα πέτρινα καθίσματα γύρω από το πέτρινο τραπέζι.
Ενώ έχω αρχίσει να απολαμβάνω το γεύμα, ο ίδιος άνδρας που προηγουμένως ήρθε για νερό έρχεται προς το μέρος μου και μου προτείνει ένα μισόλιτρο μπουκάλι.
-Κρασί ντόπιο. Δικό μας. Για σένα.
Ίσα που προλαβαίνω να αρθρώσω ένα ευχαριστώ και επιστρέφει προς το χωριό. Παρατηρώ το βαθύ χρώμα του υγρού φωτίζοντας με τον φακό. Ανοίγω το καπάκι για να οσφρανθώ το περιεχόμενο. Αρώματα ασύλληπτα αναδύονται. Τα κρασιά της Φιγαλείας ήταν περίφημα σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Οι αρχαίοι Φιγαλείς ήταν λάτρεις της καλοπέρασης, των ταξιδιών, του γλεντιού και του κρασιού και μάλιστα υπήρχε ναός του Διονύσου Ακρατοφόρου, προσωνυμία που ευθέως παραπέμπει στον άκρατο οίνο. Συμβαίνει να μην είμαι το ίδιο, δεν έχω καθόλου καλή σχέση με το αλκοόλ, όμως αυτά τα αρώματα που ελευθερώνονται έξω από αυτό το μπουκαλάκι αδυνατώ να τα περιγράψω. Δεν θέλω να πιω, πολύ σπανίως πίνω κρασί και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, αλλά για λόγους σεβασμού προς τον άνθρωπο και προς τον τόπο, το μπουκαλάκι θα βρει θέση σε ένα σακκίδιο του ποδηλάτου, ίσως για κάποια άλλη στιγμή.
Η νύχτα είναι απολαυστική. Θα ακολουθήσει μία περίπου ώρα διάβασμα πριν τον ύπνο. Η ώρα κοντεύει δέκα. Ένα κοπάδι γουρουνιών κατεβαίνει από το βουνό και περνά λίγες δεκάδες μέτρα από την πηγή. Αυτά τραβούν τον δρόμο τους προς τα κάτω, εγώ τραβώ τον δρόμο μου προς το εσωτερικό της σκηνής.
> Επόμενο
Από την Ανδρίτσαινα στη Φιγαλεία. 36 χιλιόμετρα.
Μετά τις μία τη νύχτα τα τσακάλια και τα σκυλιά σταμάτησαν τελείως. Αμέσως μετά το ξημέρωμα μαζεύω τα πράγματά μου και ξεκινώ, καθώς θέλω να απολαύσω τη διαδρομή στα βουνά αυτό το πρωινό προς την Ανδρίτσαινα.
Η Ανδρίτσαινα είναι ένα ιστορικό και γραφικό κεφαλοχώρι, με μία πολύ καλή αγορά για έναν ταξιδιώτη σαν και μένα. Λόγω και άλλων θετικών εμπειριών από το ταξιδιωτικό μου παρελθόν, θέλω να περπατήσω στο χωριό. Ταξιδεύοντας στην ελληνική γη, είναι σκέτη απόλαυση αυτά τα χωριά της επαρχίας. Δεν χρειάζεται να έχεις συγκεκριμένο σκοπό, αρκεί να βολτάρεις σε αυτούς τους χώρους, αυτό από μόνο του ισοδυναμεί με μία ψυχοσωματική θεραπευτική διαδικασία που συνδυάζει την ιστορική μνήμη με την αισθητική και το υγιεινό κλίμα και τον φρέσκο βουνίσιο αέρα.
Καθαρίζοντας καρύδια με τη συντροφιά του Ερμή.
Θέλω να ανανεώσω τα τρόφιμα για μερικές ημέρες. Βρίσκω φρέσκο ευωδιαστό ψωμί σε ένα φούρνο και μερικά άλλα ντόπια καλούδια. Επιδίδομαι σε ένα γεύμα με το ψωμί στην έξοδο του χωριού σε μία φιλόξενη βρύση, μαζί με εξαιρετικό ντόπιο γιαούρτι. Προετοιμάζομαι για μία ξεγυρισμένη ανηφόρα που ξέρω ότι με περιμένει. Με το άρωμα της αγράμπελης στα ρουθούνια μου αφήνω τη γραφική Ανδρίτσαινα και αρχίζω την ανάβαση προς τον Επικούριο Απόλλωνα.
Ο καιρός είναι θαυμάσιος και ιδανικός για ποδηλασία. Σε μία στροφή πετάγεται μπροστά μου μία ομάδα ποδηλατών. Κατεβαίνουν σαν ξανθοί σίφουνες από τον Επικούριο και με χαιρετούν θερμά, θαυμάζοντας το βάρος που κουβαλώ στην ανηφόρα. Είναι ξένοι βεβαίως και έχουν συνοδευτικό όχημα για υποστήριξη. Αυτός ο τρόπος ταξιδιού με ποδήλατο και με επισκέψεις σε ενδιαφέροντες χώρους είναι ασύγκριτα προτιμότερος από τον κλασικό τρόπο με αυτοκίνητο, ιδιωτικό ή νοικιασμένο, γιατί σέβεται το περιβάλλον, το φυσικό και το πολιτιστικό. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει όλες τις προϋποθέσεις για έναν τέτοιο τουρισμό, αφού και φύση και ιστορία και πολιτισμός συνδυάζονται με μοναδικό τρόπο για να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εμπειρία δημιουργικής αναψυχής. Με απλά λόγια, είναι ένας χώρος που τα έχει όλα και δεν τού λείπει απολύτως τίποτα - απολύτως, και αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή.
Σιγά σιγά και με τον χρόνο σύμμαχο - έτσι είναι όταν δεν βιάζεσαι! - βρίσκομαι στα ψηλά, κάπου στα 900 μέτρα υψόμετρο, κινούμενος προς τις κορυφές των βουνών. Σταματώ σε ένα εκκλησάκι, πρόσφατα χτισμένο, σε μια ήσυχη μεριά. Το μόνο που λείπει σε αυτό το μέρος είναι το νερό, πράγμα που δεν με ενοχλεί ωστόσο γιατί έχω μαζί μου αρκετό, αλλά το εκκλησάκι έχει παραδόξως ηλεκτρικό ρεύμα, οπότε θα συνδυάσω έναν αναζωογονητικό υπνάκο με τη φόρτιση της μπαταρίας μου. Το περιβάλλον εδώ πάνω είναι πραγματικά υπέροχο. Όπου και να κοιτάξεις, όπου και να πας, ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να αισθανθείς, όλα λειτουργούν υπέρ σου. Όλος αυτός ο κόσμος λες και συμμαχεί με τη μικρή σου ύπαρξη εδώ και τώρα, για να σού προσφέρει μια εμπειρία που ξέρεις ότι θα θυμάσαι για πάντα.
Στην προηγούμενη φωτογραφία φαίνεται το τυπικό σύστημα καλλιέργειας που είχαν οι παλιοί άνθρωποι των ορεινών περιοχών. Στο δεξιό μέρος της εικόνας φαίνονται οι κλασικές καλλιεργητικές αναβαθμίδες με ξερολιθιά, που συγκρατούσαν το έδαφος προσφέροντας χωμάτινη επιφάνεια για την καλλιέργεια. Σε αυτά τα ορεινά χωράφια, όπου οι άνθρωποι εκμεταλλεύονταν κάθε σπιθαμή πολύτιμης γης στα δύσβατα εδάφη, καλλιεργούσαν δημητριακά και γεννήματα, φακή, ρεβύθια, ρόβη, καλαμπόκι κλπ., επιτυγχάνοντας αποδόσεις καλύτερες ακόμα κι από τα σημερινά υβρίδια. Ναι, στα ξερικά αυτά εδάφη και χωρίς χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα, γιατί οι ποικιλίες ήταν απόλυτα προσαρμοσμένες στο τοπικό περιβάλλον, μετά από την μακρόχρονη επιλογή από γενιά σε γενιά. Στο αριστερό μέρος της εικόνας φαίνεται το πέτρινο αλώνι, όπου αλώνιζαν το στάρι κλπ. Σε όλα αυτά τα βουνά βλέπεις αυτά τα παλιά πέτρινα αλώνια. Με αυτό το πανάρχαιο παραδοσιακό σύστημα της καλλιέργειας οι ορεινοί πληθυσμοί είχαν αυτάρκεια σε τρόφιμα, ακόμα και στα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας ή της γερμανικής κατοχής, χωρίς να τους λείπει τίποτα. Ήταν ένα σύστημα μιας κοινωνικά οργανωμένης τοπικής οικονομίας, που σε κάνει να αναρωτηθείς πώς συμβαίνει σήμερα, παρά τα εξελιγμένα τεχνικά μέσα, παρά την επέκταση της γεωργίας σε όλα τα εύφορα πεδινά εδάφη, παρά την οργάνωση και τα σωματεία και τους συλλόγους και τα υπουργεία, πώς στο διάβολο κατάφεραν να μετατρέψουν τον αγρότη σε επιχειρηματία χρεωμένο στις τράπεζες και στο δήθεν δημόσιο αλλά στην πραγματικότητα ιδιωτικό κράτος. Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν, μία τέτοια χώρα, με ένα τέτοιο πλούσιο φυσικό περιβάλλον, με μια τέτοια ποιότητα φύσης παρθένας και καθαρής, χωρίς βαριά βιομηχανία και ρύπανση, που μπορεί να παράγει πρώτης ποιότητας τρόφιμα και να θρέψει κόσμο και κοσμάκη, πώς γίνεται σήμερα να εισάγει σκουπιδοτροφές από τις δυτικές εταιρείες τροφίμων που πνίγουν τον τόπο με διατροφικά σκουπίδια. Πώς είναι δυνατόν να επικρατεί σε μια τέτοια χώρα το διατροφικό μοντέλο του σούπερ μάρκετ, με το οποίο οι άνθρωποι τρέφονται με κονσέρβες και μπουκαλάκια γεμάτα με επεξεργασμένες χημικές τροφές, συντηρητικά, διοξίνες, μεταλλαγμένα. Πώς επικράτησε το διατροφικό μοντέλο της χημικής διατροφής, σε ένα τέτοιο μέρος, σε έναν τέτοιο παράδεισο. Πώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ζουν με τοξική τροφή. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, δεν το χωράει ο νους σου, όταν περιδιαβάζεις αυτόν τον απέραντο κόσμο και τον γνωρίσεις από κοντά.
Το όρος Κωτύλιο ήταν ένα από τα δύο ιερά βουνά των αρχαίων Φιγαλέων. Το έτος 430 π.Χ. η Φιγαλεία θερίστηκε από κάποιο μεταδοτικό λοιμό. Ο αποδεκατισμένος πληθυσμός κατέφυγε στο Κωτύλιο, όπου εκεί το κλίμα ήταν σαφώς πιο υγιεινό, και όπου υπήρχε ήδη ένας μικρός ναός του Απόλλωνος Βασσίτου. Η πληροφορία αυτή είναι σημαντική, αν λάβουμε υπόψιν και τις θεραπευτικές ιδιότητες του θεού Απόλλωνος. Εκεί με τον ήλιο και με τον αέρα του βουνού τελικά η ασθένεια υποχώρησε. Θεωρώντας τον Απόλλωνα ως βοηθό (επίκουρο) για τη σωτηρία τους, οι Φιγαλείς προσκάλεσαν τον Ικτίνο και έτσι δημιουργήθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός του Επικουρίου Απόλλωνος.
Ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες της Φιγαλείας ήταν το πρώτο από τα μνημεία της ελληνικής κλασσικής αρχαιότητας που περιελήφθηκε στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Είναι ένα σημείο του κόσμου αυτού που κάθε φορά που περνώ από εδώ κοντά θα νιώθω ως χρέος να επισκεφθώ. Υπάρχουν κάποια μέρη που έχουν μία τόσο ισχυρή σημειολογία, ώστε νιώθεις ότι όσες φορές κι αν τα επισκεφθείς δεν θα είναι αρκετές. Για το κτίσμα αυτό ο Παυσανίας έγραψε, “Ικτίνος ο αρχιτέκτων του εν Φιγαλία ναού γεγονώς τη ηλικία κατά Περικλέα και Αθηναίους τον Παρθενώνα καλούμενον κατασκευάσας”. Λέγει επίσης ότι ήταν ο δεύτερος ναός μετά τον εν Τεγέα μεταξύ όλων των ναών της Πελοποννήσου ανώτερος για το κάλλος του λίθου και για την αρμονία. Θεμελιωμένος στον φυσικό βράχο σε υψόμετρο 1130 μ., δημιουργήθηκε κατά την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, με πολλές καινοτομίες και όσον αφορά στη θέση όπου κτίστηκε αλλά και όσον αφορά στις ιδέες του αρχιτέκτονα και τους συνδυασμούς των ρυθμών. Η πρώτη ανασκαφή έγινε το 1812 και ένα σημαντικό τμήμα της ζωφόρου βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Η αποκατάσταση του μνημείου από το ελληνικό κράτος αποφασίστηκε μόλις το 1982.
Το σκέπαστρο θεωρώ ότι υποβιβάζει πολύ την αξία του μνημείου, γιατί το αποκόπτει από το περιβάλλον του, πράγμα που έχει κρίσιμη σημασία για το συγκεκριμένο μνημείο, καθότι η κατασκευή του έλαβε υπόψιν ακριβώς τον περιβάλλοντα χώρο. Φαίνεται τουλάχιστον αξιοπερίεργο, πώς οι αρχαίοι άνθρωποι μπορούσαν να αντιληφθούν την αρχιτεκτονική και αισθητική λειτουργία του χώρου χωρίς να έχουν τα τεχνικά μέσα της οπτικής αντίληψης εκ των άνω. Πολύ απλά, εμείς σήμερα μπορούμε να δούμε αεροφωτογραφίες του τοπίου και να δούμε το ναό μέσα στον ευρύτερο χώρο του, αλλά εκείνοι τότε δεν μπορούσαν να δουν αυτό που εμείς σήμερα εύκολα μπορούμε να δούμε. Και όμως θαυμάζουμε το δημιούργημά τους, με τη βοήθεια των τεχνικών μέσων που σήμερα διαθέτουμε. Ο φυσικός άνθρωπος του παρελθόντος διέθετε μία πρωτογενή αντιληπτική ικανότητα σε σύγκριση με τον σημερινό άνθρωπο και φαίνεται ότι λόγω των τεχνικών ευκολιών η φυσική αντίληψη έχει ατονήσει λόγω της αχρησίας της.
Παρατηρώντας τη μορφολογία και τις αναλογίες των όγκων σε αυτό το κτίσμα της αρμονίας λοιπόν, αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, εάν μπορούσαμε να πάμε πίσω το χρόνο και να δώσουμε στους αρχαίους εκείνους ανθρώπους, στον Ικτίνο και τους άλλους, τα τεχνικά μέσα και εργαλεία που έχουμε εμείς, για να δημιουργήσουν σήμερα το ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Και αναρωτιέμαι πάλι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, εάν αντιστρόφως αναθέταμε σήμερα στους επιστήμονες και τεχνικούς να κατασκευάσουν ένα δεύτερο ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Αλλά όχι ως αντιγραφή, παρά με βάση το πώς ο ναός έχει ερμηνευτεί, ή μπορεί να ερμηνευτεί, έτσι ώστε να υπάρχουν οι δημιουργικοί βαθμοί ελευθερίας. Και μετά ας συγκρίναμε τα δύο κατασκευάσματα. Ως ποιητικό αντικείμενο, το δημιούργημα μπορεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από αυτό που άμεσα εμπίπτει στις αισθήσεις. Τα αρχαία εκείνα κτίσματα λειτουργούσαν σε ένα επίπεδο πέραν της χρηστικής αξίας, μέσα στο γενικότερο ιστορικό και μυθολογικό πλαίσιο. Δεν ήταν αυθύπαρκτα καθ' εαυτά, δεν ήταν αυτόνομα κατασκευάσματα ξεκομμένα από τον χώρο, ούτε από τον χρόνο. Όπως τοποθετούνταν στον χώρο για να συνδέσουν διαλεκτικά το εδώ με το εκεί και με το παντού, επίσης τοποθετούνταν στον χρόνο για να συνδέσουν το τώρα με το πριν και με το μετά, με το κάποτε και με το πάντα. Ως ανθρώπινα επινοήματα, συνιστούσαν δημιουργικές προεκτάσεις του ανθρώπου. Ο λίθος, το ανόργανο και άψυχο και αδρανές και διαχρονικό ορυκτό υλικό, αποτελεί το αντιληπτό μέσο αυτής της διαιώνισης, αυτής της προέκτασης, ο αδιάψευστος μάρτυράς της. Από τα ανθρώπινα χέρια φτιαγμένοι, οι λίθινοι όγκοι μας μεταφέρουν μορφές που υπαινίσσονται περιεχόμενα. Μορφές που μας παρασύρουν σε ερμηνείες. Αυτή η μεταμόρφωση του άψυχου υλικού δεν μπορεί παρά να είναι το άκρον άωτον της δημιουργικότητας. Στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αυτή η μεταμόρφωση της ύλης σε πνεύμα φτάνει στο απόγειό της. Αυτές οι άψυχες πέτρες είναι γεμάτες ζωή. Τις βλέπεις και αντιλαμβάνεσαι τη ζωή να ανοίγει, να προεκτείνεται, να προεκτείνει το παρόν προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Παρατηρείς σήμερα αυτό που εκπορεύεται από κάποιο μακρινό παρελθόν και αυτή η παρατήρηση διευρύνει τον αντιληπτικό σου ορίζοντα. Άλλες εποχές, άλλα δεδομένα.
Ήταν εδώ ανάμεσα σε αυτές τις γιγάντιες στήλες ένα καλοκαίρι πριν από δύο αιώνες, που μια διεθνής σπείρα αρχαιοκαπήλων, κάθε καρυδιάς καρύδι από την “πολιτισμένη" δύση και ανατολή, ανέσυραν μέσα από τα ερείπια τις 23 ιωνικές πλάκες της ζωφόρου, οι οποίες σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, αφού δωροδόκησαν τον τοπάρχη της Πελοποννήσου Βελή Πασά για 400 γρόσια και τις πούλησαν σε δημοπρασία στη Ζάκυνθο για 19.000 γρόσια. Οι ντόπιοι αντέδρασαν αρχικά αλλά οι αρχαιοκάπηλοι έκαναν τη δουλειά τους, έχοντας την υποστήριξη και ανοχή της τοπικής εξουσίας και ο Γέρος του Μοριά είπε τη γνωστή φράση “αφού δεν είμαστε ακόμα ελεύθεροι στο διάβολο να τα πάνε”. Ο Κόκερελ έζησε πλουσιοπάροχα το υπόλοιπο της ζωής του στην Μητέρα Αγγλία, και σε βιβλίο του έγραψε με κυνισμό: “Δεν περιμέναμε ότι θα μας επιτρεπόταν να πάρουμε μαζί μας τα αρχαία χωρίς αντιρρήσεις, γιατί όσο κι αν οι άνθρωποι αδιαφορούν για την περιουσία τους αρχίζουν να την εκτιμούν όταν κάποιοι τη βάζουν στο μάτι. Οι προύχοντες σύσσωμοι ήρθαν και μας διάβασαν δήλωση του συμβουλίου με την οποία μας εκλιπαρούσαν να σταματήσουμε γιατί μόνο ο θεός ήξερε τι ατυχίες θα χτυπήσουν τον τόπο αν συνεχίζαμε. Αυτή η βλακώδης προσχηματική δεισιδαιμονία ήταν απλά δικαιολογία για να μας αποσπάσουν λεφτά.” Από αυτό μπορούμε να υποψιαστούμε τη νοοτροπία της τότε εξουσίας, και συνδυάζοντας αυτήν την πληροφορία με τη γνώση του ποιοι πραγματικά εξουσίαζαν τον λαό, αμέσως καταλαβαίνουμε σε τι προσέβλεπε η πολιτική και θρησκευτική εξουσία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Μπαίνω στον πειρασμό μιας φωτογραφίας που προέρχεται από το αρχείο Μπουασσονά της Γενεύης, μιας παλιάς φωτογραφίας που έρχεται κι αυτή από το βάθος του χρόνου. Το 1903 ο Φρεντ Μπουασσονά μαζί με τον φίλο του Ντανιέλ Μπο-Μποβύ και τις γυναίκες τους μπαρκάρουν για μία κρουαζιέρα προς την Κέρκυρα. Ο Φρεντ θαμπώνεται από τη ζωή και τα έθιμα στο νησί αυτό, και έτσι η κρουαζιέρα εξελίσσεται σε ένα κανονικό ταξίδι, το πρώτο τους ταξίδι στην Ελλάδα, κατά το οποίο ο Φρεντ τραβά τις πρώτες φωτογραφίες που μέλλουν να κάνουν γνωστή στην Ευρώπη την Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Στις 11 Μαίου λοιπόν του έτους εκείνου, 115 χρόνια πριν από σήμερα, μετά τον Παρνασσό, την Αθήνα, το Ζεμενό της Κορινθίας και άλλες αρχαιότητες η ομάδα των περιηγητών βρίσκεται στις Βάσσες. Ο ελληνικός Μάης βρίσκεται σε όλη του τη δόξα. Ένα μοναδικό φως λούζει τον κόσμο. Έχουν αφήσει τα μουλάρια δεμένα στα πουρνάρια και ξαποσταίνουν στον ίσκιο πίσω από τους κίονες του ναού. Το ουράνιο φως παίζει με τον λευκό λίθο στο ναό του Απόλλωνα. Ο Φρεντ στήνει τη φωτογραφική μηχανή για μία αναμνηστική φωτογραφία. Οι μηχανές εκείνης της εποχής ήταν μεγάλα βαριά κουτιά και το τράβηγμα μίας φωτογραφίας ήταν ολόκληρη διαδικασία. Αφού ο Φρεντ στήσει και ετοιμάσει τα της μηχανής, δίνει οδηγίες σε έναν από τους ντόπιους οδηγούς για το πώς θα ενεργοποιήσει το κλείστρο της μηχανής, μπαίνει στο κάδρο και ο ίδιος και κάνει νόημα στον οδηγό να πιέσει. Το κλείστρο πέφτει με το χαρακτηριστικό του βαρύ “κλαπ” πίσω από το φακό και η φωτοευαίσθητη πλάκα συλλαμβάνει τη στιγμή της παρέας, με τον Φρεντ στο άνω μέρος του κάδρου, έναν οδηγό στα δεξιά και τον Ντανιέλ και τις δυο κυρίες να συγκεντρώνονται στην επίγευση και το άρωμα κάποιου φιγαλιώτικου κρασιού.
Μια γλυκιά συννεφιά σκεπάζει τα βουνά και ένα αλλόκοτο φως λούζει τον τόπο αυτό το απόγευμα, καθώς αφήνω πίσω μου τις Βάσσες και κατηφορίζω προς το Δραγώγι, προς τον επόμενο στόχο μου, τη Φιγαλεία. Η Φιγαλεία απείχε 40 στάδια από τον Επικούριο επάνω στο Κωτύλιο όρος, κατά τον Παυσανία. Μερικές βροχοστάλες με δροσίζουν, ενώ σταματώ σε μία στροφή για τη θέα του φαραγγιού της Νέδας κάτω από τα πόδια μου.
Ο δρόμος φυσικά είναι εντελώς έρημος. Ψυχή ζώσα γύρω μου. Ένα πράγμα λες και έχει πέσει βόμβα υδρογόνου. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι και το επόμενο χωριό, θα συναντήσω μόνο έναν βοσκό που περιμένει τα ζώα του δίπλα σε ένα αγροτικό αυτοκίνητο.
Εντελώς απρόσμενα σε μία στροφή του επαρχιακού δρομάκου πέφτω επάνω σε αρχαία ερείπια. Τα ερείπια είναι πολλά και προξενούν εντύπωση, αλλά σε κανέναν χάρτη μου δεν βλέπω κάποια αρχαία τοποθεσία ή τοπωνύμιο ή κτίσμα, απολύτως τίποτα. Αποφασίζω να ψάξω λίγο στο διαδίκτυο. Η μοναδική πληροφορία που βρίσκω είναι ότι πρόκειται για κάποιον αταυτοποίητο δωρικό ναό. Μέσα στη μέση του πουθενά. (Ερώτημα: εάν είχαν γίνει ανασκαφές και είχε μελετηθεί ο ναός, θα ήταν άγνωστος και αταυτοποίητος;) Κοντά στα ερείπια, στην άκρη του δρόμου, υπάρχει μία πινακίδα με την αόριστη ένδειξη “αρχαιολογικός χώρος” και τίποτε άλλο, τοποθετημένη με έναν εντελώς ηλίθιο τρόπο σα να θέλει σκοπίμως να σε μπερδέψει, καθώς είναι αμφίβολο εάν θέλει να δείξει προς τον χώρο των ερειπίων ή προς τη συνέχεια του δρόμου προς τη Φιγαλεία.
Τα κομμάτια του ναού είναι διασκορπισμένα στο χώρο και τοποθετημένα με τρόπο που προδίδει τη διενέργεια κάποιας ανασκαφής στο παρελθόν. Υπάρχει ένα εντυπωσιακό στοιχείο του χώρου, το οποίο δεν περνά απαρατήρητο από το παρατηρητικό μάτι, και αυτό είναι το μέρος του βωμού ή βάθρου. Η παρατήρηση των ακμών του λίθου στο βωμό, αλλά και σε αρκετά από τα υπόλοιπα μέλη, φανερώνει ότι το σημείο ήταν σκεπασμένο μέχρι σχετικά πρόσφατα. Αυτό αποτελεί ένδειξη χρήσης του ναού, ή τουλάχιστον προστασίας του, διότι ο κύριος λόγος διάβρωσης των ακμών των λίθων είναι το νερό της βροχής στο πέρασμα των αιώνων. Και η κάλυψη με σκεπή σημαίνει χρήση. Θα πρέπει λοιπόν ο ναός να χρησιμοποιούνταν και τους μεταγενέστερους αιώνες. Μάλιστα παρατηρώντας με λεπτομέρεια, βλέπεις ότι υπάρχουν και μέλη με οξείες ακμές κοντά στο βάθρο, και ιδίως το βάθρο το ίδιο, αλλά και μέλη με αμβλείες ακμές μακρύτερα, πράγμα που σημαίνει ότι ενώ το υπόλοιπο μέρος του κτίσματος είχε εγκαταλειφθεί, το κεντρικό σημείο προστατεύονταν με σκεπή, πράγμα που ενισχύει την υπόθεση της χρήσης μέχρι προσφάτως. Λέγοντας βεβαίως προσφάτως δεν εννοούμε χθες ή προχθές, αλλά κάποιον αιώνα αρκετά μακριά από την τυπικά θεωρούμενη αρχαιότητα. Ένα άλλο σίγουρο πάντως είναι ότι εδώ δεν υπάρχει κανένα ίχνος χριστιανικού κτίσματος.
Περνώ μέσα από ένα ακόμη εγκαταλελειμένο χωριό, με το όνομα Περιβόλια. Πράγματι υπάρχουν περιβόλια εδώ, με καρυδιές και συκιές. Μια κλασική πέτρινη βρύση δίνει στον κόσμο υπέροχο νερό. Σε μια αυλή ακούω κάτι παιδιά που παίζουν, άρα λοιπόν το χωριό είναι όχι ακριβώς αλλά σχεδόν εγκαταλελειμένο.... Βρίσκω μία συκιά με περίεργα σύκα και θέλω να τα δοκιμάσω. Μικρά, κοκκινωπά, κολλώδη, αλλά έχουν μία γεύση καταπληκτική. Περνώντας για πρώτη μου φορά από τα μέρη της Φιγαλείας, μού έμελλε να γνωρίσω τα γευστικότατα σύκα της Φιγαλείας.
Ο ήλιος πλησιάζει στη δύση του. Ένα γλυκό πλάγιο κοκκινωπό φως πέφτει στον άδειο φιδωτό δρομάκο που με οδηγεί μέχρι τη Φιγαλεία.
Η ώρα είναι κατάλληλη για να βρω ένα μέρος για τη νύχτα. Και ξέρω πού, θα είναι η αρχαία κρήνη, και βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του χωριού. Περνώντας μέσα από ένα ακόμα σχεδόν έρημο χωριό, δηλ. συναντώντας μια κλειστή ταβέρνα και αντιλαμβανόμενος την παρουσία τριών το πολύ ανθρώπων, βρίσκω την αρχαία κρήνη της Φιγαλείας. Το μέρος αυτό εύκολα θα το χαρακτήριζε κανείς ειδυλλιακό. Εδώ θα περάσω τη νύχτα μου.
Αφού πιω νερό από την αρχαία κρήνη, κάθομαι ήσυχα και παρατηρώ το σχέδιο του Ορλάνδου, προσπαθώντας να την αναστήσω στη φαντασία μου στην ολότητά της με βάση την υπαρκτή κατασκευή. Η κρήνη έχει χαρακτηριστεί ως σύνθετη, δηλ. ήταν ταυτόχρονα και ροοκρήνη (ρέον ύδωρ, ρέω, ροή) αλλά και αρυκρήνη (με λεκάνη, αρύω, αρύομαι σήμαινε παίρνω νερό με δοχείο για τον εαυτό μου). Παρατηρώντας τις μεγάλες πέτρες όπως συναρμόζονται η μία με την άλλη, η ακρίβεια της κατασκευής είναι πραγματικά καταπληκτική. Εικοσιτέσσερις αιώνες πέρασαν και νομίζεις ότι η πέτρινη κατασκευή έγινε μόλις χθες. Εικοσιτέσσερις αιώνες πέρασαν, και αυτό το νερό πότισε αμέτρητες γενιές ανθρώπων. Εικοσιτέσσερις αιώνες πέρασαν και ο ίδιος ήχος του γάργαρου νερού ακούγεται στη σιωπή αυτού εδώ του μέρους, αμέτρητα απογεύματα σαν το σημερινό, στην ησυχία αυτής της φύσης, κάτω από ποιος ξέρει πόσα πλατάνια που έκλεισαν τον κύκλο της ζωής τους σε αυτή την πηγή. Ποιος ξέρει πόσα ζώα, πόσοι άνθρωποι, πόσες ιστορίες διαδραματίστηκαν, πόσοι έρωτες ξεκίνησαν, ή τελείωσαν, πόσα γεγονότα συνέβησαν, μπροστά σε αυτές εδώ τις πέτρες. Αυτές οι πέτρες έχουν γίνει ζωντανές από όλα όσα κουβαλάνε, έχουν μνήμες, ιστορία, έχουν χρόνο. Αυτό το νερό, τρέχει, τρέχει, τρέχει, ασταμάτητο, τίποτα δεν το σταματά. Το δροσερό αεράκι δονεί τα φύλλα του πλατάνου, σιγαλά, διακριτικά, συμπληρώνει τη δροσιά του νερού. Οι μυρωδιές του δάσους έρχονται, έρχονται, έρχονται, όσο το φως λιγοστεύει καθώς ο ήλιος δραπετεύει πίσω από τα βουνά.
Ένας άνδρας με δύο παγούρια νερού έρχεται και παίρνει νερό από την κρήνη. Είναι χωριανός, ένας σύγχρονος Φιγαλεύς. Ασφαλώς ένας από τους λιγοστούς κατοίκους που απέμειναν. Μού επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν πολλά γουρούνια. Ήδη έχω παρατηρήσει το χαρακτηριστικά σκαμμένο έδαφος από τα αγριογούρουνα στα περίχωρα της πηγής και φρόντισα να στήσω τη σκηνή μακριά από το νερό, επάνω στο άνδηρο που περιβάλλει τον κορμό του μεγάλου πλατάνου για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Το βραδυνό φαγητό ευωδιάζει στο κατσαρολάκι και πρόκειται να έχω απόψε ένα πολυτελές γεύμα στην τραπεζαρία της κρήνης με τις αρχαίες πέτρες, στα πέτρινα καθίσματα γύρω από το πέτρινο τραπέζι.
Ενώ έχω αρχίσει να απολαμβάνω το γεύμα, ο ίδιος άνδρας που προηγουμένως ήρθε για νερό έρχεται προς το μέρος μου και μου προτείνει ένα μισόλιτρο μπουκάλι.
-Κρασί ντόπιο. Δικό μας. Για σένα.
Ίσα που προλαβαίνω να αρθρώσω ένα ευχαριστώ και επιστρέφει προς το χωριό. Παρατηρώ το βαθύ χρώμα του υγρού φωτίζοντας με τον φακό. Ανοίγω το καπάκι για να οσφρανθώ το περιεχόμενο. Αρώματα ασύλληπτα αναδύονται. Τα κρασιά της Φιγαλείας ήταν περίφημα σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Οι αρχαίοι Φιγαλείς ήταν λάτρεις της καλοπέρασης, των ταξιδιών, του γλεντιού και του κρασιού και μάλιστα υπήρχε ναός του Διονύσου Ακρατοφόρου, προσωνυμία που ευθέως παραπέμπει στον άκρατο οίνο. Συμβαίνει να μην είμαι το ίδιο, δεν έχω καθόλου καλή σχέση με το αλκοόλ, όμως αυτά τα αρώματα που ελευθερώνονται έξω από αυτό το μπουκαλάκι αδυνατώ να τα περιγράψω. Δεν θέλω να πιω, πολύ σπανίως πίνω κρασί και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, αλλά για λόγους σεβασμού προς τον άνθρωπο και προς τον τόπο, το μπουκαλάκι θα βρει θέση σε ένα σακκίδιο του ποδηλάτου, ίσως για κάποια άλλη στιγμή.
Η νύχτα είναι απολαυστική. Θα ακολουθήσει μία περίπου ώρα διάβασμα πριν τον ύπνο. Η ώρα κοντεύει δέκα. Ένα κοπάδι γουρουνιών κατεβαίνει από το βουνό και περνά λίγες δεκάδες μέτρα από την πηγή. Αυτά τραβούν τον δρόμο τους προς τα κάτω, εγώ τραβώ τον δρόμο μου προς το εσωτερικό της σκηνής.
> Επόμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου