Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου
Από την Φιγαλεία στον Κούβελα. 20 χιλιόμετρα.












Η Φιγαλεία ήταν μία από τις κατά παράδοση 50 αρκαδικές πόλεις, βρίσκονταν στην Παρρασία χώρα, και είχε οικιστή τον Φιγαλέα, έναν από τους 50 υιούς του προϊστορικού μυθικού Αρκάδος γενάρχου Λυκάονος, εγγονού του Πελασγού. Η ονομασία μπορεί να σχετίζεται και με τη νύμφη Φιγαλεία. Κατά τον Παυσανία, όταν οι Σπαρτιάτες κάποτε κατέλαβαν την Φιγαλεία το 659 π.Χ. περνώντας από μαχαίρι τους περισσότερους κατοίκους, οι Φιγαλείς μετοίκησαν στην Αθήνα του Μιλτιάδη. Οι Φιγαλείς κατέφυγαν στο δελφικό μαντείο, για το πώς να πάρουν πίσω την πόλη τους. Κατά τον χρησμό που πήραν, για να ανακαταλάβουν την πόλη τους θα έπρεπε  να τους συνδράμουν εκατό Ορεσθάσιοι, οι οποίοι όμως θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι θα σκοτωθούν στη μάχη. Το Ορεσθάσιο, μία άλλη αρκαδική πόλη, βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Ανεμοδούρι, πάνω σε κάποιο λόφο, και έχει λεχθεί ότι στο σημείο εκείνο συγκεντρώνονταν οι Σπαρτιάτες στην αρχή των εκστρατειών τους. Οι Ορεσθάσιοι ανταποκρίθηκαν αμέσως στον απολλώνειο χρησμό. Εκατό από αυτούς μετείχαν στην εκστρατεία για την ανακατάληψη της πόλης της Φιγαλείας. Όλοι τους πέθαναν στη μάχη. Οι Φιγαλείς έδιωξαν τους Λακεδαιμόνιους και πήραν πίσω την πατρίδα τους.

Η Φιγαλεία αυτό το πρωί είναι ένα άδειο, έρημο χωριό. Αναρωτιέμαι, ποιοι άραγε σήμερα κατέλαβαν τη Φιγαλεία και έδιωξαν τους κατοίκους; Με ποιον τρόπο έγινε αυτό; Πού πήγαν αυτοί; Κατά μία διαβολική σύμπτωση της ιστορίας που όπως λένε επαναλαμβάνεται, στην Αθήνα πήγαν και πάλι.

Στέκομαι μια στιγμή μπροστά σε ένα ερημωμένο ηρώο, απέναντι από τη μικρή μισοεγκαταλειμένη εκκλησία στη μικρή πλατεία. Δυο ξεραμένα στεφάνια αφημένα καταγής μπροστά στο μνημείο θυμίζουν των Ψαρών την ολόμαυρη ράχη. Έντεκα ονόματα συνολικά, έντεκα σημεία στο χρόνο διεμβολίζουν το παρόν, ομαδοποιημένα σε τρεις χρονικές περιόδους.



Η τελευταία από αυτές τις περιόδους είναι τα έτη από το 1940 μέχρι το 1949. Σε αυτή την περίοδο αναφέρονται πέντε ονόματα, ένας λοχαγός, ένας ανθυπολοχαγός και τρεις στρατιώτες αναφερόμενοι ως “οπλίτες”. Για εννιά χρόνια πολέμου, πέντε νεκροί, σαν λίγοι μου φαίνονται. Κάτω από τα έντεκα ονόματα, η γνωστή συμβολική φράση: ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ. Σήμερα αντιλαμβάνομαι αυτή τη φράση και κάπως διαφορετικά: ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΠΑΤΡΙΣ. Γιατί δεν ήταν μόνο η περίπτωση της μάχης των Θερμοπυλών, προκύπτει και μία δεύτερη περίπτωση εγνωσμένης αυτοθυσίας για την πατρίδα, αυτή των Ορεσθασίων. Η επανάληψη του φαινομένου δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει περιρέουσα νοοτροπία. Σε μία παραβολή με την περίπτωση των Θερμοπυλών, η περίπτωση των Ορεσθασίων υποδηλώνει καθιερωμένο σεβασμό προς την πατρίδα ως αξίας συλλογικής πέραν των ιδίων ορίων και στο ίδιο επίπεδο. Μιλάμε για μία εποχή όπου ο εθνικισμός δεν έχει αναφανεί, η έννοια του έθνους δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο πόλεις-κράτη. Μιλάμε για μία εποχή όπου η πατρίδα ταυτίζεται με την πόλη, και οι Ορεσθάσιοι εγνωσμένως αυτοθυσιάζονται όχι για την δική τους πόλη αλλά για την πόλη του γείτονα. Αλλά εάν έχεις τέτοια πατρίδα, εάν ζεις σε τέτοια πατρίδα, εάν ρουφάς τη ζωή μέχρι το μεδούλι σε μια τέτοια πατρίδα, αξίζει να πεθάνεις γι´ αυτήν. Και όχι μόνο για τη δική σου πατρίδα, αλλά ακόμη και για την πατρίδα του γείτονα. Μόνο που για να το κατανοήσει κανείς αυτό, πρέπει ο ίδιος, με τα δικά του μάτια και αυτιά, με τις δικές του αισθήσεις, να γνωρίσει αυτή την πατρίδα. Να την γυρίσει, να την ταξιδέψει, να τη νιώσει, να τη ζήσει.

Οι εποχές άλλαξαν. Άλλαξαν τα κοινωνικά δεδομένα, άλλαξαν οι συνθήκες της συλλογικότητας. Κι ας μην άλλαξε ιδιαίτερα η φύση. Οι παλιοί εκείνοι άνθρωποι, ζώντας μέσα σε μία φύση που τους παρείχε τα πάντα, σε άμεση σχέση και εξάρτηση με αυτή, ζώντας μέσα στις ελεύθερες φυσικές δυνάμεις, σε αυτή την εκπληκτική μεσογειακή πλούσια φύση, οι άνθρωποι εκείνου του παρελθόντος είχαν ό,τι επιθυμούσε η ψυχή τους. Όλα. Τα πάντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα εγκατέλειψαν τη φύση, υιοθετώτας το αστικό πρότυπο ζωής. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του προτύπου; Το χρήμα. Σε αυτό χτίζουν πλέον οι περισσότεροι άνθρωποι τις ζωές τους. Όμως το χρήμα έχει πατρίδα; Σαφώς όχι. Όταν μέσα σε δευτερόλεπτα μπορεί ο καθένας να σηκώσει τα λεφτά του και να τα πάει στην Ελβετία, πού είναι λοιπόν σήμερα η πατρίδα; Ποια πατρίδα έχει ο σημερινός Έλληνας; Πόσο τυχαίο είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν ταξιδεύουν στην Ελλάδα; Κι όταν ταξιδεύουν πηγαίνουν στο εξωτερικό, στα πέρατα της γης, χρυσοπληρώνοντας ταξιδιωτικά γραφεία, ξοδεύοντας λεφτά για ταξίδια που δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα. Δεν έχουν πατρίδα, διότι δεν βρίσκουν. Δεν βρίσκουν, διότι δεν ψάχνουν. Δεν μπορεί κάποιος να βρει κάτι, εάν δεν το ψάξει. Και όμως αυτή η πατρίδα υπάρχει, είναι εκεί έξω και τους περιμένει.



Το παγκράτιο ήταν ένα άθλημα ιδιαιτέρως σκληρό και επικίνδυνο, συνδυασμός πάλης και πυγμαχίας, το αντίστοιχο του σημερινού mixed martial arts (ΜΜΑ). Ένα σπορ άκρως επιθετικό και στρατιωτικού χαρακτήρα, σε αυτό επιτρεπόταν όλα τα χτυπήματα εκτός από την ακινητοποίηση του αντιπάλου με κοντινές λαβές. Εννοείται ότι οι αθλητές συμμετείχαν με δική τους ευθύνη και ο αγώνας έληγε είτε όταν ο ένας εκ των δύο έκανε το χαρακτηριστικό σινιάλο της παράδοσης, είτε -προτιμότερο!- όταν ο ένας εκ των δύο έπεφτε λιπόθυμος. Ο Αρραχίων από τη Φιγαλεία ήταν ήδη δύο φορές ολυμπιονίκης στο παγκράτιο, όταν πήγε στην Ολυμπία στην 54η Ολυμπιάδα. Και έφτασε στον τελικό, με αντίπαλο κάποιον Κρεύγεα. Ο Κρεύγεας τον ακινητοποίησε με αντικανονική λαβή, ζώνοντάς τον με τα πόδια και σφίγγοντάς τον στο λαιμό. Ο Αρραχίων έπιασε δυνατά το δάχτυλο του ποδιού του αντιπάλου και το συνέθλιψε και προκαλώντας τη λιποθυμία του απελευθερώθηκε από τη λαβή, αλλά ο ίδιος σε λίγο ξεψύχησε. Επειδή ο Κρεύγεας χρησιμοποίησε αντικανονική λαβή, οι ελλανοδίκες απένειμαν τον κότινο στο νεκρό Αρραχίωνα. Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία ολυμπιακή νίκη του φημισμένου παγκρατιαστή Αρραχίωνος του Φιγαλέως. Βλέποντας όλα τα λογότυπα στο κάτω μέρος της πινακίδας, θα είχε κάποιο ενδιαφέρον να μάθει κανείς, πόσα χρήματα και με ποιο πρόγραμμα ή προγράμματα και σε ποιους δόθηκαν, για να μπει εδώ αυτή η πινακίδα.



Ο αρχαιολογικός χώρος της Φιγαλείας εκτείνεται στα ΝΔ του σημερινού χωριού. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη επάνω σε ένα ύψωμα περιβεβλημένο με ισχυρό τείχος με πύργους. Η οχύρωση αυτή σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Σε μία μεγάλη έκταση, αρχαία λείψανα υπάρχουν διασκορπισμένα παντού σε όλον τον τόπο. Περπατάς και βλέπεις μέλη κιόνων, θεμελιώσεις, τείχη, λουτήρες, βάθρα, αρχαίες πέτρες διασκορπισμένες μέσα στους ελαιώνες και τα πουρνάρια!



Αν σήμερα υπάρχουν όλα αυτά εδώ, φαντάσου τι θα υπήρχε εδώ στο πρόσφατο παρελθόν, μερικούς αιώνες πριν τη συστηματική αρχαιοκαπηλία κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, όταν ολόκληρες συμμορίες με την ανοχή και τις ευλογίες της εκκλησίας περιδιάβαιναν όλη τη χώρα και άρπαζαν αρχαία για να τα μοσχοπουλήσουν στους Φράγκους γεμίζοντας τα πουγγιά τους με γρόσια.



Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι στην πόλη της Φιγαλείας, όταν αυτός πέρασε από εδώ στο τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα, υπήρχαν ιερά της Αρτέμιδος Σωτήρας, του Διονυσίου Ακρατοφόρου, της Ευρυνόμης, μιας άλλης αρκαδικής θεότητας, υπήρχε γυμνάσιο, αγορά, αγάλματα του Ερμή και του Αρραχίωνος. Άγαλμα του ολυμπιονίκη υπάρχει σήμερα στο μουσείο της Ολυμπίας, θεωρούμενο ως ταυτοποιημένο. Στο δεύτερο ιερό βουνό των Φιγαλέων, το Ελάιον, υπήρχε ένα σπήλαιο πάνω από ένα βαθύ φαράγγι όπου λατρεύονταν η Δήμητρα Μέλαινα. Υπήρχε και μία τιμητική στήλη στη μνήμη των εκατό Ορεσθασίων, με την εξής επιγραφή: ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ ΟΡΕΣΘΑΣΙΩΝ ΜΗ ΘΑΥΜΑΖΕ, ΞΕΙΝΕ, ΑΡΚΑΔΕΣ ΕΣΜΕΝ. ΑΥΤΟΚΛΗΤΟΙ ΓΑΡ ΘΑΝΑΤΟΝ ΕΛΟΝΤΕΣ, ΦΙΓΑΛΕΥΣΙΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΝ ΕΔΟΜΕΝ. Το πολυάνδριο των Ορεσθασίων μη θαυμάζεις, ξένε, αφού Αρκάδες είμαστε, μόνοι μας διαλέξαμε τον θάνατο για να δώσουμε στους Φιγαλείς την ελευθερία. Μην παραξενεύσεσαι ξένε, αυτά είναι φυσιολογικά για εμάς τους Αρκάδες. Αυτόκλητοι πήγαμε στο θάνατο, εάν δεν θέλαμε να πάμε δεν θα πηγαίναμε, αλλά πήγαμε επειδή το θελήσαμε.

Η λέξη “ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ” στην αρχή του επιγράμματος είναι μία λέξη-κλειδί για την κατανόησή του. Φαίνεται ότι το μνημείο απέκτησε αυτή την ονομασία από τους ντόπιους, αλλά πέρα από αυτό η σύνθετη λέξη ενέχει μία ιδιαίτερη σημειολογία. Όταν κάποιος θα έβλεπε το μνημείο, η τωρινή “πολυανδρία” θα έπρεπε να σχετίζεται, εμμέσως πλην σαφώς, με την τοτινή θυσία. Η μνήμη υπηρετείται με έναν ευφυέστατο τρόπο: εσύ ξένε σήμερα που βρίσκεσαι εδώ βλέπεις πολλούς ανθρώπους, αλλά αυτό οφείλεται σε μία θυσία κάποιων άλλων ανθρώπων σε κάποια στιγμή στο παρελθόν. Ο λόγος είναι ποιητικός, δημιουργικός, και σε παρασύρει σε σκέψεις για την φύση της ελευθερίας των Φιγαλέων. Η μνήμη εστιάζει στη στιγμή που αξίζει και πρέπει να εξακοντιστεί στην αιωνιότητα. Λόγος λιτός, απέρριττος, πανίσχυρος, που μένει σε αυτό που αξίζει και πρέπει να εκφραστεί. Σε αυτό το μαρτυρούμενο επίγραμμα μία άλλη λέξη, η λέξη “ΞΕΙΝΕ” θυμίζει ένα άλλο επίγραμμα πιο γνωστό, αυτό του Σιμωνίδη του Κείου για τους νεκρούς της μάχης των Θερμοπυλών: Ω ΞΕΙΝ´, ΑΓΓΕΛΕΙΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣ ΟΤΙ ΤΗΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ, ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ. Τα δύο επιγράμματα απέχουν μεταξύ τους περίπου δύο αιώνες, αλλά παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα. Και στα δύο, μιλούν οι νεκροί. Και στα δύο, το θέμα είναι η ελευθερία. Και στα δύο, το θέμα είναι η ελευθερία όχι της ίδιας της πόλης των λεγόντων νεκρών, αλλά η ελευθερία άλλων ως αναγνωρίσιμη συλλογική αξία. Και στα δύο, οι νεκροί ιδία βουλήσει επιλέγουν τον θάνατό τους, ενώ είναι γνωστό, όλοι το γνωρίζουν από την ιστορία, ότι έχουν τη δυνατότητα να τον αποφύγουν. Και στα δύο, ο στόχος είναι η μνήμη προς όλους, αλλά ο λόγος συγκεκριμένα απευθύνεται στον ξένο. Δεν θέλουν οι νεκροί να θυμούνται μόνο οι εντόπιοι, θέλουν και οι ξένοι να μαθαίνουν ότι πατούν σε γη ελευθερίας.

Στους αρχαίους Έλληνες υπήρχε βεβαίως και η “ξενηλασία” μεταγενέστερα με πολιτικά κατά βάσιν κίνητρα, αλλά όσο πάμε προς τα πίσω στο χρόνο, η φιλοξενία θεωρούνταν κατά παράδοση θεσμός ιερός. Η λέξη ξένος απέδιδε και τον φιλοξενούμενο αλλά και τον φιλοξενούντα και ο ξένος θεωρούνταν προστατευόμενος του Ξενίου Διός. Ως σημασιολογικό παράδειγμα, ο Πόντος απέκτησε το προσωνύμιο Εύξεινος, επειδή μετά τον αποικισμό του από Έλληνες έγινε μία περιοχή φιλόξενη, σε αντίθεση με το αφιλόξενο περιβάλλον. Όταν λοιπόν ο επιγραμματοποιός απευθύνει τον λόγο προς τον ξένο, δηλώνει ότι δεν θέλει να κάνει μονόλογο, θέλει να ανοίξει τον λόγο προς όλους τους ανθρώπους. Η αξία της ελευθερίας δεν κρύπτεται αυτάρεσκα, αλλά αναδεικνύεται ως αξία πανανθρώπινη, αξία για όλους, εντοπίους και ξένους. Ο λόγος διαιωνίζεται μέσα από το λόγο των νεκρών μας, αλλά η θυσία μας, ξένε, έγινε και για σένα. Έγινε όχι μόνο για τη δική μας την ελευθερία, αλλά και για την δική σου την ελευθερία. Για αυτή την ελευθερία, που και συ μπορείς να αναγνωρίσεις από την κόψη του σπαθιού αυτών που πέθαναν για αυτήν.





Αφήνω το ποδήλατο και περπατώ μέσα στους ελαιώνες και τους πουρναρότοπους, σκοντάφτοντας συνεχώς σε αρχαίους λίθους. Γύρω σε αυτούς τους λόφους ήταν απλωμένα τα αμπέλια της Φιγαλείας, και εκεί μέσα υπήρχε υπαίθριο άγαλμα του Διονύσου του Ακρατοφόρου, που έφερνε δηλαδή τον οίνο (όχι το κρασί, αλλά άκρατο οίνο), βαμμένο με το κόκκινο χρώμα του οίνου δηλ. με κιννάβαρι (θειούχο υδράργυρο). Παίρνοντας ένα μονοπάτι προς τα δυτικά, κατεβαίνει κανείς σε μια πλαγιά προς τα ταφικά μνημεία.





Στην άκρη ενός πλατώματος προς τα ΝΔ του οροπεδίου, υπάρχουν τα ερείπια ενός εντυπωσιακού ναού. Όπως διαβάζω, η τοποθεσία ανασκάφηκε από μια αρχαιολόγο το 1996 και βρέθηκε ιερό της Αθηνάς, ή της Αρτέμιδος, ίσως και του Διός Σωτήρος. Ερευνώντας στο διαδίκτυο, συνάντησα πληροφορίες αποσπασματικές και ελλιπείς, ακόμη και στον επίσημο ιστότοπο του υπουργείου πολιτισμού και της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Και όμως συμβαίνει, δεν υπάρχει μία επίσημη, περιεκτική και συνοπτική πηγή πληροφοριών που να παρέχει επαρκή πληροφόρηση, και όλα επαφίενται στον γνωστό πατριωτισμό των Ελλήνων, και για να αποκτήσεις κάποια σαφή εικόνα θα πρέπει να γίνεις... ντετέκτιβ ψάχνοντας για πολύ χρόνο σε γη και ουρανό. Είναι πάντως εμφανές, ότι ο ναός αυτός έχει πρόναο και σηκό, και μέσα στο σηκό σώζεται ένα βάθρο, πιθανώς λατρευτικού αγάλματος. Στο σημείο αυτό επίσης διαβάζω από κάποια πηγή που φαίνεται μάλλον σοβαρή, ότι βρέθηκαν πολλά τμήματα επιγραφών, ενώ σε γειτονικό σημείο βρέθηκαν λείψανα μεσοελλαδικού και υστεροελλαδικού οικισμού. Και εδώ λοιπόν προκύπτει πολιτιστική συνέχεια από τα βάθη της εποχής του χαλκού τουλάχιστον.

Η εμφάνιση λοιπόν αυτού του βάθρου μέσα στο σηκό του ναού είναι απολύτως εντυπωσιακή. Αυτό είναι το πλέον ακέραιο κομμάτι λίθου από ο,τιδήποτε ανάλογο έχω ποτέ δει σε οποιονδήποτε αρχαιολογικό χώρο. Οι ακμές του λίθου είναι οξύτατες και οι πλευρές εξαιρετικά λείες. Ο λίθος δεν έχει υποστεί παρά ελάχιστη διάβρωση! Νομίζεις ότι κατασκευάστηκε μόλις χθες!

Το βάθρο μέσα στο σηκό. Στο βάθος φαίνονται τα σπίτια της σημερινής Φιγαλείας.

Πέρασαν πολλοί αιώνες, αλλά οι ακμές αυτού του λίθινου κομματού είναι απίστευτα οξείς. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι κάποια πρόσφατη εποχή ο ναός ήταν διαρκώς εστεγασμένος. Όμως αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ο ναός ήταν σε χρήση στο διάβα των αιώνων.

Κοντά στον ανεσκαμμένο ναό, υπάρχει μία στοίβα από κομμάτια κεράμων σκεπής, τα οποία παρουσιάζουν μια μικρή καμπυλότητα. Ιδού λοιπόν η απόδειξη της στέγασης του ναού μέχρι προσφάτως. Για το πόσο “προσφάτως” δεν μπορώ να κάνω υποθέσεις, για αυτό θα έπρεπε να μελετήσει κανείς τα ανασκαφικά δεδομένα.

Το κεραμικό δάπεδο του ναού. Οι κέραμοι είναι διαφορετικές από αυτές της σκεπής, χωρίς καμπυλότητα. Είναι σε σχετικά καλή κατάσταση, ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει το σενάριο του εστεγασμένου ναού μέχρι προσφάτως.

Είναι εντυπωσιακή η επανάληψη του ίδιου ακριβώς φαινομένου, ενός πολύ καλά συντηρημένου βωμού εντός ναού, στον αταυτοποίητο δωρικό ναό που συνάντησα απρόσμενα χθες το απόγευμα σε απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων από εδώ προς τα βόρεια. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στη σκέψη, ότι ίσως η παλιά λατρεία επιβίωσε σε αυτό το απομονωμένο μέρος μέχρι κάποια εποχή πολύ μετά από το διαβόητο διάταγμα του Θεοδοσίου για την απαγόρευση της παλιάς θρησκείας. Δεν είναι παράλογο αυτό, με δεδομένο επίσης ότι στους αρχαιολογικούς χώρους αυτής της περιοχής δεν παρατηρεί κανείς χριστιανικούς ναούς. Είναι βάσιμο να σκεφτεί κανείς, ότι οι ατίθασοι ορεσείβιοι πληθυσμοί στα απόμακρα αυτά βουνά, οι ελεύθεροι Αρκάδες που θεωρούσαν εαυτούς ως τους κατ´ εξοχήν γνήσιους Έλληνες, ακολουθούσαν την παραδεδομένη μυθολογία και τις πατροπαράδοτες λατρείες, αδιαφορώντας για το τι γινόταν στον υπόλοιπο κόσμο και περιφρονώντας τις απαγορεύσεις ενός ξενόφερτου ιερατείου που διακήρυττε ευθαρσώς και διακαώς ότι ήθελε να εξαφανίσει την παλιά θρησκεία.



Ο αρχαιολογικός χώρος παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης. Ας ήταν ο μόνος! Δεν υπάρχει καμία σήμανση στα επιμέρους συστατικά του χώρου. Όλα τα λείψανα είναι ξεσκέπαστα, εκτεθειμένα στα στοιχεία, και είναι προφανές ότι είναι έτσι εδώ και πολλά χρόνια. Ο χώρος είναι απόλυτα ανοικτός και προσβάσιμος σε ανθρώπους και ζώα. Οι επισκέπτες του χώρου είναι ελάχιστοι, αυτή τη στιγμή είμαι ο μόνος, και στην κυριολεξία μπορεί ο οποιοσδήποτε να πάρει πέτρες και να φύγει περνώντας εύκολα απαρατήρητος. Δεν είναι ενοχλητική μόνο η απουσία σχετικών πληροφοριών, αλλά ακόμη και εάν μπεις στον κόπο και έλθεις στον αρχαιολογικό χώρο, η εγκατάλειψη που θα παρατηρήσεις θα είναι ακόμη πιο αποθαρρυντική.









Κάποιος μπήκε στον κόπο να βοηθήσει τους αγγλομαθείς προσθέτοντας από κάτω με μαρκαδόρο την καταλληλότερη λέξη για πινακίδα, waterfalls. Η πινακίδα απευθύνεται μάλλον σε αυτούς που έχουν τυφλωθεί από καταρράκτη! Ίσως από αυτή την πινακίδα προήλθε η έκφραση “βγάζει μάτι”.

Με τα παπούτσια μου πνιγμένα στα αρώματα των φρυγάνων της μεσογειακής βλάστησης αυτό το γλυκύτατο πρωινό του Σεπτέμβρη, ρίχνω μια τελευταία ματιά στη θέα της σημερινής Φιγαλείας της κουρνιασμένης ανάμεσα στους λόφους και πιάνω τον κατηφορικό δρομάκο προς το ποτάμι. Σε μία στροφή του δρόμου σταματώ για τη θέα του φαραγγιού της Νέδας, με τις κορυφές του όρους Τετράζιο στο βάθος.



Ο στενός τσιμεντόδρομος ονομάζεται σε έναν από τους χάρτες μου ως “δρόμος καταρρακτών Νέδας”. Βυθίζεται στο φαράγγι με κλίσεις που είναι όχι απλώς αρκαδικές αλλά κάτι περισσότερο, είναι εξωφρενικές. Πρέπει να οδηγώ το ποδήλατο με πολλή προσοχή, με το μεγάλο φορτίο που κουβαλώ τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα, πρέπει να αποφύγω κάποια επικίνδυνη πτώση και πρέπει να σταματώ γιατί οι ζάντες καίνε από την ισχυρή τριβή. Αναρωτιέμαι, αν έπρεπε να ανέβω έναν τέτοιον δρόμο αντί να τον κατέβω, τι θα έκανα! Και λόγω του αξιώματος “ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει” βλέπω ότι από την άλλη όχθη του φαραγγιού θα πρέπει να ανέβω και απορώ για το τι θα μού φέρει ο δρόμος μου σήμερα. Φτάνω κάποια στιγμή στον πάτο του φαραγγιού. Μέσα στην οργιαστική βλάστηση της κοιλάδας, το περιβάλλον εδώ είναι ένα περιβάλλον ζούγκλας.






Η πινακίδα υπενθυμίζει το κλασικό σλόγκαν των Αμερικανών για τα εθνικά τους πάρκα, “take nothing but pictures, leave nothing but footprints”. Ακριβώς αυτό είναι που θέλω να κάνω σήμερα εδώ. Δεν μπορώ να πάρω αυτή τη φύση μαζί μου, μπορώ όμως να πάρω κάποιες εικόνες της, εικόνες που μού χαρίζει, μαζί μου για πάντα. Μερικές από αυτές θα καταγραφούν στην φωτογραφική μου μηχανή, οι υπόλοιπες, που είναι και οι περισσότερες, θα καταγραφούν στο μυαλό, εκεί όπου δεν πρόκειται ποτέ να σβηστούν.











Για να σώσει τον νεογέννητο Δία από τον Κρόνο, η Ρέα χτύπησε τη γη και δημιουργήθηκε το ποτάμι, και παρέδωσε στις νύμφες Νέδα, Θεισόα και Αγνώ τον μικρό Δία. Η νύμφη Νέδα χάρισε το όνομά της σε αυτόν τον ποταμό, τον ποταμό με το θηλυκό όνομα. Η Νέδα ήταν κόρη του Ωκεανού, του υιού του Ουρανού και της Γαίας. Ο Ωκεανός με την Τηθύ γέννησαν τις Ωκεανίδες, τις θεότητες των νερών. Στο τοπίο αυτό τα δύο θηλυκά στοιχεία, το νερό και η γη αποθεώνονται, με τα χέρια της αρκαδικής νύμφης που υψώνονται προς τον ουρανό για να τον επανασυνδέσουν με τη γη.





Στην αρχαία ελληνική κοσμοαντίληψη, η θεότητα είναι οργανικό μέρος της φύσης. Άνθρωποι και θεοί συνυπάρχουν και συμμετέχουν στον ίδιο κόσμο. Ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του ίδιου συνόλου και αποτεινόμενος πρός την θεότητα, αποδέχεται τον κόσμο, την φύση, και ταυτόχρονα την φύση του την ίδια. Αποδοχή, συμμετοχή, συνύπαρξη, ισοτιμία. Η θεότητα δεν έχει αριθμό, ούτε ενικό ούτε πληθυντικό. Κάποια λέξη οπωσδήποτε θα χρησιμοποιηθεί, γι´ αυτό και ο Οδυσσέας θα πει στην Κίρκη, “θεός μοι εν φρεσίν οίμας παντοίας ενέφυσεν”. Ενικό αριθμό απέκτησε η θεότητα αργότερα σε κάποιους απολίτιστους ανατολίτες που διέστρεψαν την αρχαία μυθολογία σκόπιμα, για να υποδουλώσουν τους ανθρώπους και να επιβάλλουν την μονοθειστική κοινωνία της ανελευθερίας, της κυριαρχίας και της υποταγής, επιβάλλοντας δια της βίας έναν θεό που έχει το καρπούζι και το μαχαίρι και κάνει ό,τι γουστάρει χωρίς να δίνει λογαριασμό. Στην αρχαία ελληνική κοσμοαντίληψη, η θεότητα δεν υπάρχει έξω από τη φύση. Η θεότητα υπάρχει μέσα στον κόσμο, στον ίδιο κόσμο μαζί με τον άνθρωπο, γι´ αυτό και ο θεός είναι ανθρώπινος και ο άνθρωπος είναι θεϊκός. Όταν βρεθείς μέσα σε αυτόν τον κόσμο και ανοίξεις τις αισθήσεις σου απέναντι σε αυτόν, προσεγγίζεις τους πάντες και τα πάντα: και την θεότητα και τον κόσμο και τον άνθρωπο.



Περνώ τη μικρή γέφυρα σέρνοντας το ποδήλατο με τα πόδια, για να διαπιστώσω αμέσως ότι σήμερα θα υποστώ μία εξαιρετικά σκληρή δοκιμασία. Οι κλίσεις του μικρού τσιμεντόδρομου είναι απίστευτες. Από τους σχετικά λίγους επισκέπτες που τολμούν να κατεβούν κάτω στο ποτάμι, οι περισσότεροι προτιμούν να αφήσουν τα αυτοκίνητα κάπου επάνω και να κατεβούν με τα πόδια. Σε μερικά σημεία η κλίση είναι τόσο μεγάλη, ώστε πραγματικά σηκώνω ολόκληρο το βάρος του βαρυφορτωμένου ποδηλάτου με τα χέρια, προσπαθώντας να μετακινηθώ στην ανηφόρα με πολύ μικρά βηματάκια. Βήμα βήμα, με όλη μου την αυτοσυγκέντρωση, σταματώντας συνεχώς για να πάρω ανάσα, μετά από μία ώρα για μία απόσταση τριών μόλις χιλιομέτρων, τελικά φτάνω στη διασταύρωση του ασφαλτόδρομου έξω από το χωριό Πλατάνια. Καταϊδρωμένος και ξεθεωμένος, σέρνω το ποδήλατο με τις τελευταίες δυνάμεις που μού απόμειναν για να ξεκουραστώ στη σκιά. Ένας Αρκάς, περίπου συνομήλικος, κάθεται εκεί στη σκιά και ενώ πλησιάζω προς το μέρος του σέρνοντας το ποδήλατο με παρατηρεί με μάτια ορθάνοιχτα.
-Από πού έρχεσαι εσύ;
-Από τη Νέδα κάτω.
Τα δυο μάτια γουρλώνουν ακόμα περισσότερο. Θα χρειαστώ ένα πεντάλεπτο για να συνέλθω από το σοκ της ανάβασης, για να είμαι σε θέση για κουβέντα. Είναι φορές που νιώθεις άβολα και άσχημα, γιατί δεν ξέρεις αν πρέπει να μιλήσεις στους άλλους για κάποιους άλλους ή αν θα πρέπει να τους αφήσεις στην αφάνειά τους. Φορές που θαυμάζεις ανθρώπινες ιδιότητες, αλλά ταυτόχρονα αναρωτιέσαι μήπως θα ήταν καλύτερα να μην πεις τίποτα, από σεβασμό προς τον φορέα τους. Εικόνες, λόγια, ανθρώπινες ιστορίες αναδύονται και σε προκαλούν, σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό, αυτοδιαψεύδεσαι για να ξαναγεννηθείς μέσα από τις εμπειρίες των άλλων.


Αποφεύγοντας το δίλημμα, θα δανειστώ μία περιγραφή κάποιου άλλου. Γράφει ο Ζακ Λακαριέρ στο Ελληνικό Καλοκαίρι του, όταν περιδιάβαινε την Ελλάδα πριν από 50 χρόνια, για την φιλοξενία του κάποιο βράδυ στο σπίτι ενός δημοδιδάσκαλου στο Φενεό: “Σπίτι ευρύχωρο, μαυρισμένα στραβωμένα δοκάρια στο ταβάνι και στην καλή κρεβατοκάμαρη, ανάμεσα σε δυο παράθυρα που βλέπουν στην πρασινάδα της εξοχής, ένα ωραίο λευκό τζάκι. Σε διπλανό δωμάτιο ο αργαλειός. Οι γυναίκες υφαίνουν ακόμα μόνες τους τα ρούχα και τις κουβέρτες τους. Όλη οι οικογένεια, η κουνιάδα, ο γαμπρός, ο γιος και η νύφη του, ζει μια ζωή αυτάρκη: τα ξύλα έρχονται από το κοντινό δάσος, το κρασί από την πεδιάδα, το μαλλί από τα πρόβατα, τα φρούτα και τα λαχανικά τούς επιτρέπουν να ζούνε μέτρια αλλά δίχως στερήσεις. Ο κύριος του σπιτιού, πολύ περήφανος, μου δείχνει το τελευταίο του απόκτημα, νερό τρεχούμενο που εγκατάστησε μόνος του και που θα απαλλάξει τις γυναίκες από τον κόπο να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα στο πηγάδι. Καθώς παραξενεύομαι που όλη η οικογένεια δίνει το παρόν (απόντα μόνο δύο πρόσωπα που λείπουν για την ημέρα), χωρίς να έχει μεταναστεύσει κανένα μέλος στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστραλία, στον Καναδά ή στην Ευρώπη, όπως συμβαίνει συχνά στις αγροτικές φαμίλιες της Ελλάδας, μού απαντάει, “εδώ στην Αρκαδία είμαστε κυριολεκτικά αυτόχθονες. Δε μας αρέσει να ξενιτευόμαστε. Ακόμα κι όταν η ζωή είναι σκληρή, ιδίως το χειμώνα με το χιόνι, και πάλι καθόμαστε εδώ. Δεν είμαστε ολωσδιόλου σαν τους άλλους Έλληνες.” Αόρατο φράγμα που χωρίζει την Αρκαδία από τις γειτονικές επαρχίες όπου είναι κανόνας η μετανάστευση. Εδώ οι φαμίλιες μαζεύονται, δύναμη η ένωσή τους που αντιτάσσεται στην έλξη του ξένου χώματος.” Θα παραδεχτώ ωστόσο, ότι δεν μπορώ να είμαι καθόλου σίγουρος ότι η Αρκαδία που συνάντησε πριν από 50 χρόνια ο Λακαριέρ είναι ίδια με την Αρκαδία που συναντώ εγώ σήμερα. Ο λόγος, το ξέρω διάβολε, μία επιτάχυνση στην εξέλιξη των φαινομένων, αυτή που ευθύνεται για την σημερινή ερήμωση.

Στην πλατεία του χωριού Πλατάνια, υπάρχουν δύο ταβέρνες που λειτουργούν, και υπάρχει -παραδόξως...- αρκετός κόσμος. Ο λόγος είναι οι περίφημοι καταρράκτες της Νέδας, καθώς επισκέπτες συρρέουν εδώ όλο το καλοκαίρι μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου. Περνώντας μπροστά από τις ταβέρνες, μία γαργαλιστική μυρωδιά ψητού εισβάλλει στα ρουθούνια μου. Δεν θα αντισταθώ καθόλου στον πειρασμό για αρκετούς λόγους, γιατί έχω να φάω κρέας πολλές ημέρες, και γιατί σε αυτά τα χωριά ξέρουν πολύ καλά από κρέας, και γιατί μετά τη σημερινή ακραία δοκιμασία δικαιούμαι με το παραπάνω ένα καλό τσιμπούσι. Στην ταβέρνα που εισβάλλω υπάρχουν δύο γυναίκες, κι αυτό είναι θαυμάσιο γιατί το μαγείρεμα από γυναικείο χέρι πάντα οφείλει να εκτιμάται δεόντως. Το ένα κατσαρολάκι μου γεμίζει με ένα ευωδιαστό ψητό, το οποίο θα απολαύσω κάπου παρακάτω με την ησυχία μου. Μετά από το χωριό, έχω αποφασίσει να κατευθυνθώ προς τα ανατολικά, μέσα από έναν άγριο χωματόδρομο. Μαθαίνω ότι ο δρόμος δεν είναι ιδιαίτερα βατός, αλλά με προσπάθεια θα πρέπει να τα καταφέρω. Μαθαίνω επίσης για ένα ερημικό εκκλησάκι (μάλλον κατάλληλο για το μεσημεριανό). Φτάνοντας εκεί, πρόκειται για μέρος ειδυλλιακό. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω εδώ, θα είναι ένα αξέχαστο τσιμπούσι, με μια φρέσκια σαλάτα όπως ακριβώς μου αρέσει να πλαισιώσει το ευωδιαστό ψητό.

Πριν καθίσω στο υπαίθριο ξύλινο τραπέζι κάτω από τον βαθύ ίσκιο του πλατάνου, μέσα σε μία καταλυτική ησυχία και μοναξιά, ανακαλύπτω ότι η μία πόρτα της εκκλησίας είναι ξεκλείδωτη. Δεν υπάρχει τίποτα το ενδιαφέρον στο χώρο, μόνο το μάτι μου πιάνει σε ένα τραπέζι μία σειρά από πολλά μπουκάλια γεμάτα με ένα πρασινωπό υγρό. Περιέχουν ελαιόλαδο, όπως συνηθίζεται οι ντόπιοι να φέρνουν ως προσφορά στις εκκλησίες για τα καντήλια. Μιας και το ελαιόλαδο που έχω μαζί μου πλησιάζει στο τέλος μέσα στο μπουκάλι του, έχω την ιδέα να δοκιμάσω τα μπουκάλια, μήπως κάποιο από αυτά έχει καλό λάδι. Για να μην πολυλογώ, και καθώς γνωρίζω από ελαιόλαδο και ο ίδιος παράγω το λάδι που καταναλώνω από το χωράφι μέχρι το τραπέζι, μέσα στην ερημία της Αρκαδίας ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη είχα την τύχη να απολαύσω το πιο νόστιμο, το πιο γευστικό, το πιο υπέροχο, το πιο αξέχαστο ελληνικό ελαιόλαδο που έχω βάλει ποτέ στο στόμα μου.




Μετά από το αξέχαστο γεύμα θα ακολουθήσει και μπουγάδα, μέχρι να πάει λίγο το φαγητό κάτω, και ένας επίσης αξέχαστος ύπνος στο θρόισμα των πλατανόφυλλων. Μολονότι δεν κάλυψα μεγάλη απόσταση, σήμερα νιώθω τη μέρα μου γεμάτη. Νιώθω μία πληρότητα και στο σώμα μου και στην καρδιά μου. Όταν ξυπνώ αναρωτιέμαι αν θα προωθηθώ ανατολικά ή αν θα μείνω απόψε εδώ σε αυτό το φιλόξενο μέρος, αλλά επειδή νιώθω εντελώς ξεκούραστος και ανανεωμένος αποφασίζω να συνεχίσω. Ο χωματόδρομος θα διασχίσει ένα απότομο φαράγγι μέχρι το επόμενο χωριουδάκι με το όνομα Κυψέλη και θα αποδειχτεί αρκούντως μαζοχιστικός, ωστόσο η απουσία κάθε βιασύνης είναι το κρυφό μυστικό της επιτυχίας μου πλέον στους αρκαδικούς δρόμους. Εάν σε αυτά τα μέρη βιάζεσαι αλίμονό σου, εάν όμως όχι, σιγά σιγά θα φτάσεις στον προορισμό σου.

Αυτό το χωριουδάκι είναι απολύτως έρημο. Δεν υπάρχει ψυχή ζώσα. Ούτε άνθρωπος, ούτε σκύλος, ούτε γάτα, τίποτα. Σπίτια άδεια, παντάκλειστα, σιωπηλά, βυθισμένα σε σιγή απουσίας. Η ώρα είναι κάπως περασμένη, αλλά αποφασίζω να προωθηθώ ως το επόμενο και μεγαλύτερο χωριό, το Κούβελα, που απέχει τρία περίπου χιλιόμετρα. Ο δρόμος όμως θα αποδειχτεί ακόμη μία αρκαδική μαζοχιστική διαδικασία! Αδύνατο να ποδηλατίσω με αυτό το φορτωμένο ποδήλατο. Πηγαίνω με τα πόδια, σέρνοντας αργά το ποδήλατο με προσπάθεια στην ανηφόρα, απολαμβάνοντας το έρημο τοπίο με τα βουνά που χάνονται στα βάθη των οριζόντων. Η μέρα του Σεπτέμβρη τελειώνει κατά τις επτά, αρκετά νωρίς, και έχοντας τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσω δικό μου φως τη νύχτα, ο απαιτούμενος χρόνος αυτών των λίγων χιλιομέτρων δεν με απασχολεί.

Φυσικά εννοείται ότι δεν υπάρχει πουθενά ψυχή ζώσα! Απόλυτη απουσία. Μετά από μία στροφή συναντώ αναπάντεχα δύο άλογα που φεύγουν πανικόβλητα στη θέα μου. Βάζω στοίχημα ότι αυτά τα δύο ζώα ποτέ στη ζωή τους δεν είδαν ένα ποδήλατο! Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει όμως και για ένα κοπάδι αγριογούρουνων. Καθώς πορεύομαι ήσυχα με τα πόδια χωρίς να κάνω θόρυβο μέσα στην απόλυτη σιγαλιά, μέσα σε ένα ρεματάκι μια ομάδα γουρουνιών που έβοσκαν στα πουρνάρια τρομάζουν καθώς με αντιλαμβάνονται ξαφνικά και τρέχουν στην ανηφόρα μέσα στο δάσος. Οι τρομεροί μαύροι όγκοι αυτών των κτηνών αγκομαχούν ξεφυσώντας σαν ατμομηχανές στην ανηφόρα μέχρι να τους ρουφήξει ο πουρναρότοπος. Η δύναμή τους είναι ασύλληπτη. Η απόσταση που μας χώριζε δεν ήταν μεγαλύτερη από είκοσι μέτρα και ίσως θα έπρεπε να θεωρήσω τον εαυτό μου και λίγο τυχερό που δεν υπήρχε κάποια ανήσυχη γουρουνομάνα, γιατί εάν ένα τέτοιο θηρίο σου επιτεθεί μπορεί μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να αποκτήσεις το σοβαρότερο πρόβλημα στη ζωή σου - και ίσως και το τελευταίο.



> Επόμενο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου