Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου
Από το Λύκαιο στο Καμποχώρι Μεσσηνίας. 49 χιλιόμετρα.
Ο ύπνος ήταν ιδιαίτερα αναζωογονητικός. Πριν ακόμη ξημερώσει, στο σκοτάδι της νύχτας, μαζεύω τα πράγματά μου και ξεκινώ στη χωμάτινη ανηφόρα. Με χωρίζουν τρία περίπου χιλιόμετρα ανηφορικού δρόμου προς την κορυφή. Θέλω οπωσδήποτε να βρίσκομαι εκεί κατά την ανατολή. Ανεβαίνοντας προς τον ουρανό, στιγμή τη στιγμή γύρω μου επιτελείται η έλευση του ουρανίου φωτός. Στην κορυφή του Λυκαίου, στα 1421 μέτρα ψηλά, στο Διαφόρτι, το πέρασμα του Δία, έχω κάτω από τα πόδια μου την μισή Πελοπόννησο. Η αρκαδική γη απλώνεται στις τριακόσιες εξήντα μοίρες του ορίζοντα, δεχόμενη το πρώτο φως της ημέρας.
Στο κάτω μέρος της εικόνας ο ιππόδρομος, εκεί όπου πέρασα τη νύκτα.
Κατά την αρκαδική παράδοση, εδώ στο άδυτο τέμενος του Λυκαίου Διός υπήρχαν οι δύο επίχρυσοι αετοί που αντανακλούσαν τον ανατέλλοντα ήλιο στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνα, του θεού του φωτός, απέναντι στο όρος Κωτύλιο προς τα νοτιοδυτικά. Ο ναός του Επικουρίου ήταν έτσι προσανατολισμένος και κατασκευασμένος, ώστε κατά την ημέρα των γενεθλίων του θεού, η πρώτη ηλιαχτίδα να εισέρχεται από μία πλευρική θύρα και να πέφτει στο άγαλμα του Απόλλωνα μέσα στον σηκό.
Ακριβώς κάτω από τον χώρο του αρχαίου ιερού, σε απόσταση λιγότερη από 100 μέτρα από τον κώνο της κορυφής, λίγες δεκάδες μέτρα από τον βωμό του Διός, υπάρχει ένα ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία. Προσπαθώ να βρω κάτι αξιόλογο στο κτίριο, είτε από έξω είτε από μέσα. Κανένα ενδιαφέρον. Ένα ορθογώνιο τσιμεντένιο κουτί, εντελώς άσχετο με τον χώρο ή με το περιβάλλον. Από μία εντοιχισμένη πινακίδα προκύπτει ότι το ξωκκλήσι χτίστηκε για πρώτη φορά πριν το 1935. Κάθε του Αη Λιά έρχεται εδώ κόσμος και γίνεται γιορτή.
Ο ήλιος έχει θριαμβεύσει στον κόσμο, φέρνοντας μία καινούργια μέρα, ενώ πιάνω την κατηφόρα του γυρισμού. Καινούργια μέρα, καινούργια ζωή. Σταματώ για ένα ακόμη νερό από την Αγνώ και για επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο δίπλα στο στάδιο, στις εγκαταστάσεις του κάτω ιερού.
Είναι σαφές ότι κάποιες ανασκαφές βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως επίσης ότι ελάχιστα έχουν έρθει στο φως σε σχέση με αυτά που θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν, καθώς διάσπαρτα μέλη καλύπτουν μία μεγάλη έκταση, αλλά ωστόσο οι εκχώσεις των ανασκαφών είναι μικρές. Έγραψε ο Παυσανίας για αυτόν τον χώρο: “ιππόδρομός τε και προ αυτού στάδιον. Το δε αρχαίον των Λυκαίων ήγον τον αγώνα ενταύθα. Εστι δε αυτόθι και ανδριάντων βάθρα, ουκ επόντων έτι ανδριάντων. Ελεγείον δε επί των βάθρων ενί Αντυάνακτος φησιν είναι την εικόνα, τον δε Αντυάνακτα είναι γένος των από Αρκάδος”. Λέει ότι επάνω στο Λύκαιο όρος ήταν και ιερό του Πανός, γύρω του ένα άλσος με δένδρα, κι ενας ιππόδρομος με ένα στάδιο μπροστά του, κι εδώ έκαναν τον παλιό καιρό τους αγώνες τα Λύκαια, και υπήρχαν και βάθρα ανδριάντων αλλά χωρίς αγάλματα, και σε ένα βάθρο διάβασε ένα δίστιχο ότι ο ανδριάντας ήταν κάποιου Αντυάνακτος που καταγόταν από το γένος του Αρκάδα.
Ένας σύγχρονος Αρκάς έχει έρθει με ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε κάτω από ένα δένδρο.
-Καλημέρα, τι κάνεις εκεί με αυτό το ξύλο;
-Μαγκούρες φτιάχνω. Άμα έρθεις και συ κοντύτερα στην ηλικία μου, και εσύ θα αναζητήσεις μία.
-Από τι ξύλο τις φτιάχνεις;
-Από διάφορα δασικά δέντρα. Αυτή εδώ είναι μουρτζιά.
Έχει κόψει το φρέσκο ξύλο από βλαστάρι του κράταιγου και τώρα στον ίσκιο αγωνίζεται να διαμορφώσει την κεφαλή της μαγκούρας, το γύρισμα που είναι και το δύσκολο μέρος της δουλειάς.
Ο ήλιος έχει υψωθεί αρκετά καθώς ξεκινώ τη μεγάλη κατηφόρα που με περιμένει μέχρι την πεδιάδα της Μεγαλόπολης προς τα νότια. Πριν το χωριό Καρυές, βλέπω στην άκρη του δρόμου δύο κυνηγούς. Με φωνάζουν, περίεργοι που βλέπουν έναν άνθρωπο με ποδήλατο εδώ ψηλά. Η συζήτηση μαζί τους θα εξελιχθεί ως ιδιαιτέρως αποκαλυπτική για την κατάσταση του περιβάλλοντος και γενικότερα του τόπου. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ντόπιοι, από τις Καρυές, αρκετά μεγάλης ηλικίας, έχουν ζήσει στα μέρη αυτά από παιδιά και ανησυχούν πολύ για το μέλλον του τόπου τους. Πολιτισμός και φύση, αυτά τα δύο είναι ο πλούτος του τόπου. Για τις αρχαιότητες, θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, ο τόπος να αναδειχθεί για το πολιτιστικό του παρελθόν, όμως υπάρχει στους ντόπιους μεγάλη απογοήτευση. Οι ανασκαφές και οι μελέτες είναι λιγοστές και αποσπασματικές και ο αρχαιολογικός χώρος είναι απροστάτευτος και αφρόντιστος. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για τουρισμό, όταν τα αρχαία είναι γεμάτα κοπριές από τα ζώα; Επίσης ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα τα τελευταία χρόνια είναι το ανεξέλεγκτο κυνήγι. Ο δρόμος στο βουνό ανοίχθηκε αρχικά για να εξυπηρετήσει την τοπική κτηνοτροφία. Αμέσως τον δρόμο τον εκμεταλλεύτηκαν οι κυνηγοί. Το πρόβλημα άρχισε με τους ξένους κυνηγούς, που έρχονται από άλλα μέρη κάθε σαββατοκύριακο και όχι μόνο. Οι ντόπιοι ξέρουν τον τόπο τους και τον προστατεύουν, και το κυνήγι ανέκαθεν ήταν μέρος της διατροφής του ντόπιου πληθυσμού, αλλά οι ξένοι έρχονται για το “τρόπαιο”. Οι δρόμοι έδωσαν την ευκολία στον κάθε “σπόρτσμαν” να φτάνει ακόπως μέχρι τη φωλιά του λαγού χωρίς να ιδρώσει την κάλτσα του. Βλέπεις λέει να έρχονται με τα 4Χ4 και με όλα τα τελευταία μέσα της τεχνολογίας, σύγχρονα όπλα, ασυρμάτους, μέχρι και ηλεκτρονικά κολάρα με GPS στα σκυλιά, και αμολάνε τα σκυλιά και περιμένουν καρτέρι στον ασφαλτόδρομο με το κινητό στο χέρι και με το application βλέπουν πώς κινούνται τα σκυλιά, και στήνονται στη σειρά με τα όπλα σηκωμένα και περιμένουν το γουρούνι να περάσει μπροστά από την κάννη, ε δεν είναι κυνήγι αυτό ρε φίλε, αυτό είναι εξευτελισμός. “Κάποτε το κυνήγι ήταν δουλειά για άντρες και τώρα βλέπεις τον κάθε άχρηστο βολεμένο αστό που δεν έχει καμία σχέση με τη φύση να έρχεται να βγάλει το άχτι του στη φύση και να το παίζει μάγκας, και να τα γράψεις αυτά φίλε να τα μαθαίνει ο κόσμος, να τα γράψεις, έτσι;”
Στην πηγή Κράμποβα θα κάνω στάση για το πρώτο γεύμα της ημέρας. Το πρωινό μου θα αποτελείται από φρέσκο ευωδιαστό κεφίρ συνδυασμένο με νόστιμα καρύδια και γλυκύτατα σύκα από τα κοντινά δένδρα. Υπάρχει ένα υπόστεγο στο οποίο μαζεύονται οι κυνηγοί και το σημείο αυτό είναι εξαιρετικό για αναψυχή. Η μεγάλη πετρόχτιστη βρύση αναβλύζει πλούσιο κρύο υπέροχο νερό, και υπάρχουν γύρω καρύδια, σύκα, βατόμουρα και ποιος ξέρει τι ακόμα. Με το νερό της πηγής όπως είναι κρύο, πλένω ένα ζευγάρι άσπρες κάλτσες και σε δύο μόλις λεπτά της ώρας έχουν γίνει κατάσπρες σαν το χιόνι. Το υψόμετρο είναι 1000 μέτρα και ο βουνίσιος αέρας είναι υπέροχος. Σκέφτομαι προς στιγμήν να μείνω εδώ για μία ημέρα για λόγους θεραπείας και αναζωογόνησης, αλλά δεν θα το κάνω γιατί δεν το κρίνω απαραίτητο. Πριν από δύο εβδομάδες ξεκίνησα το ταξίδι και ήδη νιώθω μια απίστευτη δύναμη να βγαίνει μέσα από το σώμα μου.
Έχοντας απολαύσει λοιπόν ένα εξαιρετικό γεύμα, πιάνω την κατηφόρα γεμάτος όρεξη για τη διαδρομή μέχρι κάτω στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης. Πάνω από το χωριό Καρυές και ενώ δεν υπάρχει κανείς γύρω, βλέπω έναν άνθρωπο να ξετρυπώνει μέσα από έναν περιφραγμένο κήπο. Ο ογδοντάχρονος και πλέον Αρκάς έρχεται μέχρις εδώ κάθε μέρα από το χωριό με τα πόδια για να φροντίσει τον κήπο του.
Ο καιρός είναι θαυμάσιος και σύμφωνα και με τους χάρτες με περιμένουν καμιά δεκαριά κατηφορικά εύκολα χιλιόμετρα μέχρι τον επόμενο στόχο μου, την αρχαία Λυκόσουρα. Ο δρόμος ελίσσεται γλυκά μέσα από τα δρυοδάση του Λυκαίου και ζω όλη τη μεταβολή από τη δροσερή ατμόσφαιρα του βουνού μέχρι τη ζέστη των χαμηλών περιοχών. Το μόνο χωριό που θα συναντήσω στη διαδρομή είναι η σύγχρονη Λυκόσουρα. Ένα ακόμα άδειο χωριό. Σταματώ μήπως δω ανθρώπους, αλλά εις μάτην. Στον περίπατό μου θα δω μόνο μία γυναίκα να πλένει ρούχα σε μία αυλή.
Στην αρχαία Λυκόσουρα ήρθα πριν από 25 χρόνια περίπου. Μέσα στο μυαλό μου έχω ακόμη φρέσκες τις εικόνες αυτού του χώρου. Κάνω μία σύντομη στάση σε ένα εκκλησάκι για να διαβάσω ένα κείμενο που είχα γράψει τότε, για να φρεσκάρω τη μνήμη (http://i-alli-ellatha.blogspot.com/2007/08/1992.html). Σε λίγο θα συνεχίσω, για να φτάσω στον αρχαιολογικό χώρο. Ψυχή ζώσα γύρω, η πόρτα κλειδωμένη.
Εκτός από την πινακίδα “Αρχαιολογικός Χώρος και Μουσείο” στα ελληνικά και αγγλικά, υπάρχει επάνω στην κλειδωμένη μεταλλική πόρτα μία πινακίδα “Ελεύθερη είσοδος”. Λες και σε κοροϊδεύουν και από πάνω. Λες και θέλουν να σε εμπαίξουν, να σε δουλέψουν ψιλό γαζί, διάβολε.
Τι βλέπω εκεί; Υπάρχει ένα λευκό χαρτάκι δίπλα στο λουκέτο. Πηγαίνω κοντά για να δω.
Κάποιος επισκέπτης έχει αφήσει ένα χειρόγραφο σημείωμα: “Τέτοιους χώρους και τους κρατάτε κλειδωμένους... ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ!!!”
Ευτυχώς που διαπιστώνω ότι ακόμη τα έχω τετρακόσια. Ευτυχώς που δεν είμαι ο μόνος που θεωρώ απαράδεκτα αυτά που ζω στην Ελλάδα του 2018. Δεν ξέρω τι έκανε ο έτερος Καππαδόκης, αλλά εγώ δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι. Παίρνω το σακκίδιο με τη φωτογραφική μηχανή και ενεργοποιώντας τις αναρριχητικές μου δεξιότητες εισβάλλω μέσα στο χώρο πάνω από την πόρτα. Ε όχι άχρηστοι, δεν θα με σταματήσετε. Το κτίριο του μουσείου έχει παραδοθεί στην αθλιότητα της εγκατάλειψης.
Από το 1890 άντεξε μέχρι το 1993 τουλάχιστον, όταν το επισκέφθηκα. Από το 1993 μέχρι το 2018, δεν άντεξε, έκλεισε. Ενώ βρίσκομαι κοντά στο κτίριο, αρχίζει ξαφνικά να ουρλιάζει ένας συναγερμός. Μέσα στην απόλυτη ανθρώπινη απουσία, μέσα στην απόλυτη ερημία του αρκαδικού δρυοδάσους, αυτός ο συναγερμός σκούζει σαν το πιο σόλοικο και παράταιρο και ηλίθιο πράγμα που θα μπορούσε να ακουστεί. Δεν δίνω σημασία, ο συναγερμός θα σταματήσει μόνος του, αλλά κι αν δεν σταματήσει λίγο με νοιάζει.
Ανακαλώ στη μνήμη μου παρελθούσες εικόνες ηλικίας 25 χρόνων και ψάχνω το δρομάκι για τον αρχαιολογικό χώρο πιο κάτω. Το δρομάκι έχει ήδη κλείσει από τη βλάστηση μέσα στα πουρνάρια! Ξαναβγαίνω έξω από τον χώρο πάνω από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα και, όπως έχω ήδη υποψιαστεί, θα αποδειχθεί πιο εύκολη η πρόσβαση από ένα πατημένο στρατί που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό μέρος του περιφραγμένου χώρου, από το δρόμο μέχρι το ιερό.
Κατά τον αρκαδικό μύθο όπως τον διέσωσε ο Παυσανίας, μέσα σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο δημιουργήθηκε η πρώτη ανθρώπινη πόλη στον κόσμο, η Λυκόσουρα. “Πόλεων δε, οπόσας επί τη ηπείρω έδειξε γη και εν νήσοις, Λυκόσουρα εστί πρεσβυτάτη, και ταύτην είδεν ο ήλιος πρώτην. Από ταύτης δε οι λοιποί ποιείσθαι πόλεις μεμαθήκασιν άνθρωποι”. Από όλες τις πόλεις που εμφάνισε η γη στην ήπειρο και στα νησιά, η Λυκόσουρα είναι η αρχαιότερη, και αυτή είδε πρώτη ο ήλιος, από αυτή δε εδώ έχουν μάθει οι άλλοι άνθρωποι να φτιάχνουν πόλεις. Αυτό καταγράφει ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα για την Λυκόσουρα, την ιερότερη και αρχαιότερη πόλη των Αρκάδων, που ίδρυσε ο μυθικός Λυκάων ο υιός του Πελασγού. Η παλαιότητα της πόλεως επιβεβαιώθηκε από τα αρχαιολογικά ευρήματα, που υποδεικνύουν μία αγροτική λατρεία με αρχέγονες παραστάσεις και θεότητες που παραπέμπουν στην κρίσιμη εποχή της μετάβασης από το εξελικτικό στάδιο του ανθρώπου-κυνηγού-συλλέκτη στο στάδιο του ανθρώπου-γεωργού. Ήταν εκείνη η κρίσιμη φάση της πολιτιστικής εξέλιξης του ανθρώπου, που σήμανε την εμφάνιση της μόνιμης κατοίκησης και των πρώτων οργανωμένων πόλεων.
Παρόλα αυτά όμως, παρά το εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον αυτής της περιοχής του Λυκαίου, όταν πριν από έναν αιώνα περίπου άρχισε η αρχαιολογική σκαπάνη να φέρνει στο φως την ιστορία και προϊστορία της περιοχής, γρήγορα σταμάτησε. Και προκύπτει το ερώτημα: γιατί; Η αρχαία Λυκόσουρα, αλλά και όλη η περιοχή του Λυκαίου, παρά την ονομασία της η πόλη του φωτός και το βουνό του φωτός, παραμένουν κρυμμένα μέσα στην αρκαδική γη. Μέσα στη μάνα γη, που ξέρει να κρύβει τα μυστικά της. Στα 25 χρόνια που πέρασαν από την προηγούμενη φορά που ήλθα εδώ, απολύτως τίποτε δεν άλλαξε στο χώρο. Ο χώρος είναι ακριβώς ίδιος. Το μόνο που ίσως άλλαξε είναι ότι η βλάστηση αυξήθηκε, πνίγοντας λίγο περισσότερο τα ερείπια.
Όλα μέσα στον αρκαδικό μύθο παραπέμπουν στην φάση των απαρχών του πολιτισμού. Πριν ο Λυκάων ιδρύσει την Λυκόσουρα, οι άνθρωποι ζούσαν σε σπήλαια και ο πατέρας του Πελασγός τούς έμαθε να φτιάχνουν καλύβες και ρούχα από δέρματα ζώων. Λέει ο Παυσανίας, αναφερόμενος στη μεγάλη αρκαδική θεά, την Δέσποινα: “ταύτην μάλιστα θεών σέβουσιν οι Αρκάδες την Δέσποιναν, θυγατέρα δε αυτήν Ποσειδώνος φασίν είναι και Δήμητρος. Επίκλησις ες τους πολλούς εστιν αυτή Δέσποινα, καθάπερ και την εκ Διός Κόρην επονομάζουσιν, ιδία δε εστίν όνομα Περσεφόνη, καθά Όμηρος και έτι πρότερον Πάμφως εποίησαν. Της δε Δεσποίνης το όνομα έδεισα ες τους ατελέστους γραφείν.” Η αρχέγονη γυναίκα, η πανάρχαια Μεγάλη Μητέρα Θεά της οποίας το όνομα μόνο οι μυημένοι πρέπει να γνωρίσουν, φαίνεται ότι ήταν εδώ η Κόρη της Δήμητρας, της θεάς της γεωργίας. Η μυητική είσοδος στον πολιτισμό παραπέμπει στην παλιά εποχή της λατρείας της γυναίκας, όπως για παράδειγμα τα γυναικεία ειδώλια της νεολιθικής Θεσσαλίας, και με δεύτερο παράδειγμα τη μινωική γυναίκα-θεά και τη θέση της γυναίκας στην μινωική Κρήτη. Το ιερό της λεγόμενης Δεσποίνης στη Λυκόσουρα ήταν ένα σύμπλεγμα ναών αφιερωμένων σε πολλές θεότητες. Κεντρική θέση κατείχε ο ναός και το μέγαρο της Δεσποίνης. Από πολύ παλιά γινόταν απόκρυφες ιεροτελεστίες μύησης, σχετικές με την γέννηση του Δία. Ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι στην Αρκαδία διατηρούνταν προδωρικά μυστήρια της Δήμητρας. Στο ναό υπήρχε το περίφημο “σύνταγμα του Δαμοφώντος”, Μεσσήνιου γλύπτη, στο οποίο δέσποζαν οι γυναικείες θεότητες, Αθηνά, Δήμητρα, Άρτεμις.
Όση ώρα βρισκόμουν στον αρχαιολογικό χώρο, ήμουν απολύτως μόνος. Καθώς ετοιμάζομαι να αναχωρήσω από την Λυκόσουρα, στο χώρο στάθμευσης φτάνει ένα αυτοκίνητο με δύο ξένους. Ενώ προφανώς ετοιμάζονται να επισκεφθούν το χώρο, τους δείχνω την κλειδωμένη πόρτα και πριν τους εξηγήσω με προλαβαίνουν ευχαριστώντας με, λέγοντας ότι ήδη είναι πληροφορημένοι για το πώς θα φτάσουν στο ιερό. Ντρέπομαι.
Κυλώ αυτό το μεσημέρι προς το νότο στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης, με τις τσιμινιέρες του λιγνίτη να δεσπόζουν στο τοπίο. Πριν εκατομμύρια χρόνια, αυτή εδώ η περιοχή έσφυζε από ζωή. Από γεωλογική άποψη, η λεκάνη της Μεγαλόπολης είναι ένα τεκτονικό βύθισμα, το οποίο διαμορφώθηκε σταδιακά σε διάστημα πολλών χιλιετηρίδων. Στο πλειόκαινο υπήρχε λίμνη, ενώ αργότερα στο τεταρτογενές υπήρχε έλος. Η αποστράγγιση έγινε όταν ο Αλφειός διάνοιξε το φαράγγι κοντά στην Καρίταινα. Στο βυθό σχηματίστηκε τύρφη και από την εγκλωβισμένη φυτική ύλη προέκυψαν οι λιγνίτες. Για τους πιο πρόσφατους από αυτούς της τεταρτογενούς περιόδου, έγιναν γεωτρήσεις, βάσει των οποίων εκτιμήθηκε ένα απόθεμα 450 εκατ. τόννων, με τα στρώματα να φτάνουν σε βάθος 140 μ. Παρά τη μικρή θερμαντική αξία λόγω προσμίξεων και υγρασίας, αποφασίστηκε η θερμοηλεκτρική εκμετάλλευση του λιγνίτη λόγω της ευκολίας στην εξόρυξη. Οι εξορύξεις αποκάλυψαν έναν τεράστιο παλαιοζωικό πλούτο. Στο τεταρτογενές εδώ ζούσαν γιγάντιοι ελέφαντες, μαμμούθ, ιπποπόταμοι, ρινόκεροι, αγριόχοιροι, βοοδειδή, αρχαία είδη ιπποειδών κλπ. Με τις εξορύξεις αποκαλύφθηκαν οστά και χαυλιόδοντες, αλλά όλα αυτά τα χρόνια λίγα είδαν το φως της δημοσιότητας, καθώς η παλαιολιθική έρευνα φαίνεται ότι ήρθε σε δεύτερη μοίρα πίσω από την ανάγκη για ενέργεια.
Η Μεγάλη Πόλις, όπως ονομάστηκε τότε, ιδρύθηκε μετά τη μάχη των Λεύκτρων από τον Επαμεινώνδα ως αντίρροπη δύναμη έναντι της σπαρτιατικής ισχύος, με συνοικισμό των κατοίκων από πολλές αρκαδικές πόλεις, υπό την εποπτεία δέκα Αρκάδων οικιστών. Οχυρώθηκε με ισχυρά τείχη και έγινε το κέντρο της αρκαδικής ενώσεως. Οι Λυκοσουρείς αρνήθηκαν να μετοικήσουν, κατέφυγαν στο ιερό άσυλο της Δέσποινας, και τελικά τους επιτράπηκε να μείνουν στην πόλη τους. Ο Παυσανίας έδωσε λεπτομερείς περιγραφές για τα ερείπια της αρχαίας πόλης και έγιναν κάποιες ανασκαφές το 1890 από την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή. Ανασκάφηκε το θέατρο της πόλης, το οποίο κατά τον Παυσανία ήταν το μεγαλύτερο της Ελλάδος. Ο Παυσανίας περιέγραψε πλήθος ιερών, με κυρίαρχες τις θηλυκές θεότητες (Μήτηρ Θεά, Τύχη, Δήμητρα, Κόρη, Αθηνά Πολιάς, Ήρα Τελεία κλπ.).
Η στιγμή της αναχώρησής μου από τον αρχαιολογικό χώρο της Λυκόσουρας φαίνεται ότι θα κρατήσει πολύ. Εκείνο το ευγενικό χαμόγελο των δύο ξένων, που ήξεραν για κάποιο μονοπάτι μέσα στα πουρνάρια έξω από την περίφραξη που βγάζει στα αρχαία, εκείνο το χαμόγελο ήταν οδυνηρό. Μια ντροπή που ένιωσα κρυφά μέσα μου δεν λέει να φύγει. Ντρέπομαι που ζω στον τόπο που γέννησε τον πιο ανθρώπινο πολιτισμό της ιστορίας, αλλά στον οποίο σήμερα συντελείται η μέγιστη δυνατή ιεροσυλία. Η ιεροσυλία της λήθης.
Κυλώντας αυτό το μεσημέρι προς το νότο, νιώθω ότι αφήνω πίσω μου ένα πολύτιμο κομμάτι της Ελλάδας. Ένα ακόμα κομμάτι που ενώ δεν το γνώριζα, πλέον θα το μεταφέρω μέσα μου για πάντα, καλά φυλαγμένο στην ιερή παραταθήκη της μνήμης. Της μνήμης, που επιλέγει κομματάκια της ιστορίας και τα μεταποιεί από ψήγματα παρελθόντος σε ψήγματα παρόντος.
Ως επόμενο στόχο του ταξιδιού μου έχω τον Ταΰγετο. Ξεφεύγοντας από την κεντρική Πελοπόννησο, θέλω να διασχίσω τον ορεινό όγκο του βουνού αυτού από το βορρά μέχρι το νότο, από την Αρκαδία μέχρι τη Μάνη. Βεβαίως γνωρίζω την δυσκολία των ορεινών διαδρομών, αλλά είναι αυτός ακριβώς ο τρόπος ταξιδιού που επιθυμώ. Η μαγεία των ορεινών τόπων της Ελλάδας είναι κάτι πολύ δύσκολο να περιγράψεις, αλλά κάτι συγκλονιστικό όταν το ζεις.
Θα κινηθώ προς τα χωριά του δυτικού βόρειου Ταϋγέτου, με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά. Χωρέμης, Τριπόταμο, Βελιγοστή, Ποταμιά. Θα κάνω μία παράκαμψη προς το Λεοντάρι για να ανανεώσω τα τροφιμά μου, και για το βράδυ θα με φιλοξενήσει το προαύλιο μίας εκκλησίας στο Καμποχώρι. Κυλώντας αυτό το απόγευμα στα χωριά του κάμπου, απολαμβάνω τον καιρό, τα σύκα, τα σταφύλια, και την ησυχία και τις εικόνες του μεσσηνιακού κάμπου και των ανθρώπων της γης.
> Επόμενο
Από το Λύκαιο στο Καμποχώρι Μεσσηνίας. 49 χιλιόμετρα.
Ο ύπνος ήταν ιδιαίτερα αναζωογονητικός. Πριν ακόμη ξημερώσει, στο σκοτάδι της νύχτας, μαζεύω τα πράγματά μου και ξεκινώ στη χωμάτινη ανηφόρα. Με χωρίζουν τρία περίπου χιλιόμετρα ανηφορικού δρόμου προς την κορυφή. Θέλω οπωσδήποτε να βρίσκομαι εκεί κατά την ανατολή. Ανεβαίνοντας προς τον ουρανό, στιγμή τη στιγμή γύρω μου επιτελείται η έλευση του ουρανίου φωτός. Στην κορυφή του Λυκαίου, στα 1421 μέτρα ψηλά, στο Διαφόρτι, το πέρασμα του Δία, έχω κάτω από τα πόδια μου την μισή Πελοπόννησο. Η αρκαδική γη απλώνεται στις τριακόσιες εξήντα μοίρες του ορίζοντα, δεχόμενη το πρώτο φως της ημέρας.
Στο κάτω μέρος της εικόνας ο ιππόδρομος, εκεί όπου πέρασα τη νύκτα.
Κατά την αρκαδική παράδοση, εδώ στο άδυτο τέμενος του Λυκαίου Διός υπήρχαν οι δύο επίχρυσοι αετοί που αντανακλούσαν τον ανατέλλοντα ήλιο στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνα, του θεού του φωτός, απέναντι στο όρος Κωτύλιο προς τα νοτιοδυτικά. Ο ναός του Επικουρίου ήταν έτσι προσανατολισμένος και κατασκευασμένος, ώστε κατά την ημέρα των γενεθλίων του θεού, η πρώτη ηλιαχτίδα να εισέρχεται από μία πλευρική θύρα και να πέφτει στο άγαλμα του Απόλλωνα μέσα στον σηκό.
Ακριβώς κάτω από τον χώρο του αρχαίου ιερού, σε απόσταση λιγότερη από 100 μέτρα από τον κώνο της κορυφής, λίγες δεκάδες μέτρα από τον βωμό του Διός, υπάρχει ένα ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία. Προσπαθώ να βρω κάτι αξιόλογο στο κτίριο, είτε από έξω είτε από μέσα. Κανένα ενδιαφέρον. Ένα ορθογώνιο τσιμεντένιο κουτί, εντελώς άσχετο με τον χώρο ή με το περιβάλλον. Από μία εντοιχισμένη πινακίδα προκύπτει ότι το ξωκκλήσι χτίστηκε για πρώτη φορά πριν το 1935. Κάθε του Αη Λιά έρχεται εδώ κόσμος και γίνεται γιορτή.
Ο ήλιος έχει θριαμβεύσει στον κόσμο, φέρνοντας μία καινούργια μέρα, ενώ πιάνω την κατηφόρα του γυρισμού. Καινούργια μέρα, καινούργια ζωή. Σταματώ για ένα ακόμη νερό από την Αγνώ και για επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο δίπλα στο στάδιο, στις εγκαταστάσεις του κάτω ιερού.
Είναι σαφές ότι κάποιες ανασκαφές βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως επίσης ότι ελάχιστα έχουν έρθει στο φως σε σχέση με αυτά που θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν, καθώς διάσπαρτα μέλη καλύπτουν μία μεγάλη έκταση, αλλά ωστόσο οι εκχώσεις των ανασκαφών είναι μικρές. Έγραψε ο Παυσανίας για αυτόν τον χώρο: “ιππόδρομός τε και προ αυτού στάδιον. Το δε αρχαίον των Λυκαίων ήγον τον αγώνα ενταύθα. Εστι δε αυτόθι και ανδριάντων βάθρα, ουκ επόντων έτι ανδριάντων. Ελεγείον δε επί των βάθρων ενί Αντυάνακτος φησιν είναι την εικόνα, τον δε Αντυάνακτα είναι γένος των από Αρκάδος”. Λέει ότι επάνω στο Λύκαιο όρος ήταν και ιερό του Πανός, γύρω του ένα άλσος με δένδρα, κι ενας ιππόδρομος με ένα στάδιο μπροστά του, κι εδώ έκαναν τον παλιό καιρό τους αγώνες τα Λύκαια, και υπήρχαν και βάθρα ανδριάντων αλλά χωρίς αγάλματα, και σε ένα βάθρο διάβασε ένα δίστιχο ότι ο ανδριάντας ήταν κάποιου Αντυάνακτος που καταγόταν από το γένος του Αρκάδα.
Ένας σύγχρονος Αρκάς έχει έρθει με ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε κάτω από ένα δένδρο.
-Καλημέρα, τι κάνεις εκεί με αυτό το ξύλο;
-Μαγκούρες φτιάχνω. Άμα έρθεις και συ κοντύτερα στην ηλικία μου, και εσύ θα αναζητήσεις μία.
-Από τι ξύλο τις φτιάχνεις;
-Από διάφορα δασικά δέντρα. Αυτή εδώ είναι μουρτζιά.
Έχει κόψει το φρέσκο ξύλο από βλαστάρι του κράταιγου και τώρα στον ίσκιο αγωνίζεται να διαμορφώσει την κεφαλή της μαγκούρας, το γύρισμα που είναι και το δύσκολο μέρος της δουλειάς.
Ο ήλιος έχει υψωθεί αρκετά καθώς ξεκινώ τη μεγάλη κατηφόρα που με περιμένει μέχρι την πεδιάδα της Μεγαλόπολης προς τα νότια. Πριν το χωριό Καρυές, βλέπω στην άκρη του δρόμου δύο κυνηγούς. Με φωνάζουν, περίεργοι που βλέπουν έναν άνθρωπο με ποδήλατο εδώ ψηλά. Η συζήτηση μαζί τους θα εξελιχθεί ως ιδιαιτέρως αποκαλυπτική για την κατάσταση του περιβάλλοντος και γενικότερα του τόπου. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ντόπιοι, από τις Καρυές, αρκετά μεγάλης ηλικίας, έχουν ζήσει στα μέρη αυτά από παιδιά και ανησυχούν πολύ για το μέλλον του τόπου τους. Πολιτισμός και φύση, αυτά τα δύο είναι ο πλούτος του τόπου. Για τις αρχαιότητες, θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, ο τόπος να αναδειχθεί για το πολιτιστικό του παρελθόν, όμως υπάρχει στους ντόπιους μεγάλη απογοήτευση. Οι ανασκαφές και οι μελέτες είναι λιγοστές και αποσπασματικές και ο αρχαιολογικός χώρος είναι απροστάτευτος και αφρόντιστος. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για τουρισμό, όταν τα αρχαία είναι γεμάτα κοπριές από τα ζώα; Επίσης ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα τα τελευταία χρόνια είναι το ανεξέλεγκτο κυνήγι. Ο δρόμος στο βουνό ανοίχθηκε αρχικά για να εξυπηρετήσει την τοπική κτηνοτροφία. Αμέσως τον δρόμο τον εκμεταλλεύτηκαν οι κυνηγοί. Το πρόβλημα άρχισε με τους ξένους κυνηγούς, που έρχονται από άλλα μέρη κάθε σαββατοκύριακο και όχι μόνο. Οι ντόπιοι ξέρουν τον τόπο τους και τον προστατεύουν, και το κυνήγι ανέκαθεν ήταν μέρος της διατροφής του ντόπιου πληθυσμού, αλλά οι ξένοι έρχονται για το “τρόπαιο”. Οι δρόμοι έδωσαν την ευκολία στον κάθε “σπόρτσμαν” να φτάνει ακόπως μέχρι τη φωλιά του λαγού χωρίς να ιδρώσει την κάλτσα του. Βλέπεις λέει να έρχονται με τα 4Χ4 και με όλα τα τελευταία μέσα της τεχνολογίας, σύγχρονα όπλα, ασυρμάτους, μέχρι και ηλεκτρονικά κολάρα με GPS στα σκυλιά, και αμολάνε τα σκυλιά και περιμένουν καρτέρι στον ασφαλτόδρομο με το κινητό στο χέρι και με το application βλέπουν πώς κινούνται τα σκυλιά, και στήνονται στη σειρά με τα όπλα σηκωμένα και περιμένουν το γουρούνι να περάσει μπροστά από την κάννη, ε δεν είναι κυνήγι αυτό ρε φίλε, αυτό είναι εξευτελισμός. “Κάποτε το κυνήγι ήταν δουλειά για άντρες και τώρα βλέπεις τον κάθε άχρηστο βολεμένο αστό που δεν έχει καμία σχέση με τη φύση να έρχεται να βγάλει το άχτι του στη φύση και να το παίζει μάγκας, και να τα γράψεις αυτά φίλε να τα μαθαίνει ο κόσμος, να τα γράψεις, έτσι;”
Στην πηγή Κράμποβα θα κάνω στάση για το πρώτο γεύμα της ημέρας. Το πρωινό μου θα αποτελείται από φρέσκο ευωδιαστό κεφίρ συνδυασμένο με νόστιμα καρύδια και γλυκύτατα σύκα από τα κοντινά δένδρα. Υπάρχει ένα υπόστεγο στο οποίο μαζεύονται οι κυνηγοί και το σημείο αυτό είναι εξαιρετικό για αναψυχή. Η μεγάλη πετρόχτιστη βρύση αναβλύζει πλούσιο κρύο υπέροχο νερό, και υπάρχουν γύρω καρύδια, σύκα, βατόμουρα και ποιος ξέρει τι ακόμα. Με το νερό της πηγής όπως είναι κρύο, πλένω ένα ζευγάρι άσπρες κάλτσες και σε δύο μόλις λεπτά της ώρας έχουν γίνει κατάσπρες σαν το χιόνι. Το υψόμετρο είναι 1000 μέτρα και ο βουνίσιος αέρας είναι υπέροχος. Σκέφτομαι προς στιγμήν να μείνω εδώ για μία ημέρα για λόγους θεραπείας και αναζωογόνησης, αλλά δεν θα το κάνω γιατί δεν το κρίνω απαραίτητο. Πριν από δύο εβδομάδες ξεκίνησα το ταξίδι και ήδη νιώθω μια απίστευτη δύναμη να βγαίνει μέσα από το σώμα μου.
Έχοντας απολαύσει λοιπόν ένα εξαιρετικό γεύμα, πιάνω την κατηφόρα γεμάτος όρεξη για τη διαδρομή μέχρι κάτω στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης. Πάνω από το χωριό Καρυές και ενώ δεν υπάρχει κανείς γύρω, βλέπω έναν άνθρωπο να ξετρυπώνει μέσα από έναν περιφραγμένο κήπο. Ο ογδοντάχρονος και πλέον Αρκάς έρχεται μέχρις εδώ κάθε μέρα από το χωριό με τα πόδια για να φροντίσει τον κήπο του.
Ο καιρός είναι θαυμάσιος και σύμφωνα και με τους χάρτες με περιμένουν καμιά δεκαριά κατηφορικά εύκολα χιλιόμετρα μέχρι τον επόμενο στόχο μου, την αρχαία Λυκόσουρα. Ο δρόμος ελίσσεται γλυκά μέσα από τα δρυοδάση του Λυκαίου και ζω όλη τη μεταβολή από τη δροσερή ατμόσφαιρα του βουνού μέχρι τη ζέστη των χαμηλών περιοχών. Το μόνο χωριό που θα συναντήσω στη διαδρομή είναι η σύγχρονη Λυκόσουρα. Ένα ακόμα άδειο χωριό. Σταματώ μήπως δω ανθρώπους, αλλά εις μάτην. Στον περίπατό μου θα δω μόνο μία γυναίκα να πλένει ρούχα σε μία αυλή.
Στην αρχαία Λυκόσουρα ήρθα πριν από 25 χρόνια περίπου. Μέσα στο μυαλό μου έχω ακόμη φρέσκες τις εικόνες αυτού του χώρου. Κάνω μία σύντομη στάση σε ένα εκκλησάκι για να διαβάσω ένα κείμενο που είχα γράψει τότε, για να φρεσκάρω τη μνήμη (http://i-alli-ellatha.blogspot.com/2007/08/1992.html). Σε λίγο θα συνεχίσω, για να φτάσω στον αρχαιολογικό χώρο. Ψυχή ζώσα γύρω, η πόρτα κλειδωμένη.
Εκτός από την πινακίδα “Αρχαιολογικός Χώρος και Μουσείο” στα ελληνικά και αγγλικά, υπάρχει επάνω στην κλειδωμένη μεταλλική πόρτα μία πινακίδα “Ελεύθερη είσοδος”. Λες και σε κοροϊδεύουν και από πάνω. Λες και θέλουν να σε εμπαίξουν, να σε δουλέψουν ψιλό γαζί, διάβολε.
Τι βλέπω εκεί; Υπάρχει ένα λευκό χαρτάκι δίπλα στο λουκέτο. Πηγαίνω κοντά για να δω.
Κάποιος επισκέπτης έχει αφήσει ένα χειρόγραφο σημείωμα: “Τέτοιους χώρους και τους κρατάτε κλειδωμένους... ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ!!!”
Ευτυχώς που διαπιστώνω ότι ακόμη τα έχω τετρακόσια. Ευτυχώς που δεν είμαι ο μόνος που θεωρώ απαράδεκτα αυτά που ζω στην Ελλάδα του 2018. Δεν ξέρω τι έκανε ο έτερος Καππαδόκης, αλλά εγώ δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι. Παίρνω το σακκίδιο με τη φωτογραφική μηχανή και ενεργοποιώντας τις αναρριχητικές μου δεξιότητες εισβάλλω μέσα στο χώρο πάνω από την πόρτα. Ε όχι άχρηστοι, δεν θα με σταματήσετε. Το κτίριο του μουσείου έχει παραδοθεί στην αθλιότητα της εγκατάλειψης.
Από το 1890 άντεξε μέχρι το 1993 τουλάχιστον, όταν το επισκέφθηκα. Από το 1993 μέχρι το 2018, δεν άντεξε, έκλεισε. Ενώ βρίσκομαι κοντά στο κτίριο, αρχίζει ξαφνικά να ουρλιάζει ένας συναγερμός. Μέσα στην απόλυτη ανθρώπινη απουσία, μέσα στην απόλυτη ερημία του αρκαδικού δρυοδάσους, αυτός ο συναγερμός σκούζει σαν το πιο σόλοικο και παράταιρο και ηλίθιο πράγμα που θα μπορούσε να ακουστεί. Δεν δίνω σημασία, ο συναγερμός θα σταματήσει μόνος του, αλλά κι αν δεν σταματήσει λίγο με νοιάζει.
Ανακαλώ στη μνήμη μου παρελθούσες εικόνες ηλικίας 25 χρόνων και ψάχνω το δρομάκι για τον αρχαιολογικό χώρο πιο κάτω. Το δρομάκι έχει ήδη κλείσει από τη βλάστηση μέσα στα πουρνάρια! Ξαναβγαίνω έξω από τον χώρο πάνω από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα και, όπως έχω ήδη υποψιαστεί, θα αποδειχθεί πιο εύκολη η πρόσβαση από ένα πατημένο στρατί που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό μέρος του περιφραγμένου χώρου, από το δρόμο μέχρι το ιερό.
Κατά τον αρκαδικό μύθο όπως τον διέσωσε ο Παυσανίας, μέσα σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο δημιουργήθηκε η πρώτη ανθρώπινη πόλη στον κόσμο, η Λυκόσουρα. “Πόλεων δε, οπόσας επί τη ηπείρω έδειξε γη και εν νήσοις, Λυκόσουρα εστί πρεσβυτάτη, και ταύτην είδεν ο ήλιος πρώτην. Από ταύτης δε οι λοιποί ποιείσθαι πόλεις μεμαθήκασιν άνθρωποι”. Από όλες τις πόλεις που εμφάνισε η γη στην ήπειρο και στα νησιά, η Λυκόσουρα είναι η αρχαιότερη, και αυτή είδε πρώτη ο ήλιος, από αυτή δε εδώ έχουν μάθει οι άλλοι άνθρωποι να φτιάχνουν πόλεις. Αυτό καταγράφει ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα για την Λυκόσουρα, την ιερότερη και αρχαιότερη πόλη των Αρκάδων, που ίδρυσε ο μυθικός Λυκάων ο υιός του Πελασγού. Η παλαιότητα της πόλεως επιβεβαιώθηκε από τα αρχαιολογικά ευρήματα, που υποδεικνύουν μία αγροτική λατρεία με αρχέγονες παραστάσεις και θεότητες που παραπέμπουν στην κρίσιμη εποχή της μετάβασης από το εξελικτικό στάδιο του ανθρώπου-κυνηγού-συλλέκτη στο στάδιο του ανθρώπου-γεωργού. Ήταν εκείνη η κρίσιμη φάση της πολιτιστικής εξέλιξης του ανθρώπου, που σήμανε την εμφάνιση της μόνιμης κατοίκησης και των πρώτων οργανωμένων πόλεων.
Παρόλα αυτά όμως, παρά το εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον αυτής της περιοχής του Λυκαίου, όταν πριν από έναν αιώνα περίπου άρχισε η αρχαιολογική σκαπάνη να φέρνει στο φως την ιστορία και προϊστορία της περιοχής, γρήγορα σταμάτησε. Και προκύπτει το ερώτημα: γιατί; Η αρχαία Λυκόσουρα, αλλά και όλη η περιοχή του Λυκαίου, παρά την ονομασία της η πόλη του φωτός και το βουνό του φωτός, παραμένουν κρυμμένα μέσα στην αρκαδική γη. Μέσα στη μάνα γη, που ξέρει να κρύβει τα μυστικά της. Στα 25 χρόνια που πέρασαν από την προηγούμενη φορά που ήλθα εδώ, απολύτως τίποτε δεν άλλαξε στο χώρο. Ο χώρος είναι ακριβώς ίδιος. Το μόνο που ίσως άλλαξε είναι ότι η βλάστηση αυξήθηκε, πνίγοντας λίγο περισσότερο τα ερείπια.
Όλα μέσα στον αρκαδικό μύθο παραπέμπουν στην φάση των απαρχών του πολιτισμού. Πριν ο Λυκάων ιδρύσει την Λυκόσουρα, οι άνθρωποι ζούσαν σε σπήλαια και ο πατέρας του Πελασγός τούς έμαθε να φτιάχνουν καλύβες και ρούχα από δέρματα ζώων. Λέει ο Παυσανίας, αναφερόμενος στη μεγάλη αρκαδική θεά, την Δέσποινα: “ταύτην μάλιστα θεών σέβουσιν οι Αρκάδες την Δέσποιναν, θυγατέρα δε αυτήν Ποσειδώνος φασίν είναι και Δήμητρος. Επίκλησις ες τους πολλούς εστιν αυτή Δέσποινα, καθάπερ και την εκ Διός Κόρην επονομάζουσιν, ιδία δε εστίν όνομα Περσεφόνη, καθά Όμηρος και έτι πρότερον Πάμφως εποίησαν. Της δε Δεσποίνης το όνομα έδεισα ες τους ατελέστους γραφείν.” Η αρχέγονη γυναίκα, η πανάρχαια Μεγάλη Μητέρα Θεά της οποίας το όνομα μόνο οι μυημένοι πρέπει να γνωρίσουν, φαίνεται ότι ήταν εδώ η Κόρη της Δήμητρας, της θεάς της γεωργίας. Η μυητική είσοδος στον πολιτισμό παραπέμπει στην παλιά εποχή της λατρείας της γυναίκας, όπως για παράδειγμα τα γυναικεία ειδώλια της νεολιθικής Θεσσαλίας, και με δεύτερο παράδειγμα τη μινωική γυναίκα-θεά και τη θέση της γυναίκας στην μινωική Κρήτη. Το ιερό της λεγόμενης Δεσποίνης στη Λυκόσουρα ήταν ένα σύμπλεγμα ναών αφιερωμένων σε πολλές θεότητες. Κεντρική θέση κατείχε ο ναός και το μέγαρο της Δεσποίνης. Από πολύ παλιά γινόταν απόκρυφες ιεροτελεστίες μύησης, σχετικές με την γέννηση του Δία. Ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι στην Αρκαδία διατηρούνταν προδωρικά μυστήρια της Δήμητρας. Στο ναό υπήρχε το περίφημο “σύνταγμα του Δαμοφώντος”, Μεσσήνιου γλύπτη, στο οποίο δέσποζαν οι γυναικείες θεότητες, Αθηνά, Δήμητρα, Άρτεμις.
Όση ώρα βρισκόμουν στον αρχαιολογικό χώρο, ήμουν απολύτως μόνος. Καθώς ετοιμάζομαι να αναχωρήσω από την Λυκόσουρα, στο χώρο στάθμευσης φτάνει ένα αυτοκίνητο με δύο ξένους. Ενώ προφανώς ετοιμάζονται να επισκεφθούν το χώρο, τους δείχνω την κλειδωμένη πόρτα και πριν τους εξηγήσω με προλαβαίνουν ευχαριστώντας με, λέγοντας ότι ήδη είναι πληροφορημένοι για το πώς θα φτάσουν στο ιερό. Ντρέπομαι.
Κυλώ αυτό το μεσημέρι προς το νότο στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης, με τις τσιμινιέρες του λιγνίτη να δεσπόζουν στο τοπίο. Πριν εκατομμύρια χρόνια, αυτή εδώ η περιοχή έσφυζε από ζωή. Από γεωλογική άποψη, η λεκάνη της Μεγαλόπολης είναι ένα τεκτονικό βύθισμα, το οποίο διαμορφώθηκε σταδιακά σε διάστημα πολλών χιλιετηρίδων. Στο πλειόκαινο υπήρχε λίμνη, ενώ αργότερα στο τεταρτογενές υπήρχε έλος. Η αποστράγγιση έγινε όταν ο Αλφειός διάνοιξε το φαράγγι κοντά στην Καρίταινα. Στο βυθό σχηματίστηκε τύρφη και από την εγκλωβισμένη φυτική ύλη προέκυψαν οι λιγνίτες. Για τους πιο πρόσφατους από αυτούς της τεταρτογενούς περιόδου, έγιναν γεωτρήσεις, βάσει των οποίων εκτιμήθηκε ένα απόθεμα 450 εκατ. τόννων, με τα στρώματα να φτάνουν σε βάθος 140 μ. Παρά τη μικρή θερμαντική αξία λόγω προσμίξεων και υγρασίας, αποφασίστηκε η θερμοηλεκτρική εκμετάλλευση του λιγνίτη λόγω της ευκολίας στην εξόρυξη. Οι εξορύξεις αποκάλυψαν έναν τεράστιο παλαιοζωικό πλούτο. Στο τεταρτογενές εδώ ζούσαν γιγάντιοι ελέφαντες, μαμμούθ, ιπποπόταμοι, ρινόκεροι, αγριόχοιροι, βοοδειδή, αρχαία είδη ιπποειδών κλπ. Με τις εξορύξεις αποκαλύφθηκαν οστά και χαυλιόδοντες, αλλά όλα αυτά τα χρόνια λίγα είδαν το φως της δημοσιότητας, καθώς η παλαιολιθική έρευνα φαίνεται ότι ήρθε σε δεύτερη μοίρα πίσω από την ανάγκη για ενέργεια.
Η Μεγάλη Πόλις, όπως ονομάστηκε τότε, ιδρύθηκε μετά τη μάχη των Λεύκτρων από τον Επαμεινώνδα ως αντίρροπη δύναμη έναντι της σπαρτιατικής ισχύος, με συνοικισμό των κατοίκων από πολλές αρκαδικές πόλεις, υπό την εποπτεία δέκα Αρκάδων οικιστών. Οχυρώθηκε με ισχυρά τείχη και έγινε το κέντρο της αρκαδικής ενώσεως. Οι Λυκοσουρείς αρνήθηκαν να μετοικήσουν, κατέφυγαν στο ιερό άσυλο της Δέσποινας, και τελικά τους επιτράπηκε να μείνουν στην πόλη τους. Ο Παυσανίας έδωσε λεπτομερείς περιγραφές για τα ερείπια της αρχαίας πόλης και έγιναν κάποιες ανασκαφές το 1890 από την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή. Ανασκάφηκε το θέατρο της πόλης, το οποίο κατά τον Παυσανία ήταν το μεγαλύτερο της Ελλάδος. Ο Παυσανίας περιέγραψε πλήθος ιερών, με κυρίαρχες τις θηλυκές θεότητες (Μήτηρ Θεά, Τύχη, Δήμητρα, Κόρη, Αθηνά Πολιάς, Ήρα Τελεία κλπ.).
Η στιγμή της αναχώρησής μου από τον αρχαιολογικό χώρο της Λυκόσουρας φαίνεται ότι θα κρατήσει πολύ. Εκείνο το ευγενικό χαμόγελο των δύο ξένων, που ήξεραν για κάποιο μονοπάτι μέσα στα πουρνάρια έξω από την περίφραξη που βγάζει στα αρχαία, εκείνο το χαμόγελο ήταν οδυνηρό. Μια ντροπή που ένιωσα κρυφά μέσα μου δεν λέει να φύγει. Ντρέπομαι που ζω στον τόπο που γέννησε τον πιο ανθρώπινο πολιτισμό της ιστορίας, αλλά στον οποίο σήμερα συντελείται η μέγιστη δυνατή ιεροσυλία. Η ιεροσυλία της λήθης.
Κυλώντας αυτό το μεσημέρι προς το νότο, νιώθω ότι αφήνω πίσω μου ένα πολύτιμο κομμάτι της Ελλάδας. Ένα ακόμα κομμάτι που ενώ δεν το γνώριζα, πλέον θα το μεταφέρω μέσα μου για πάντα, καλά φυλαγμένο στην ιερή παραταθήκη της μνήμης. Της μνήμης, που επιλέγει κομματάκια της ιστορίας και τα μεταποιεί από ψήγματα παρελθόντος σε ψήγματα παρόντος.
Ως επόμενο στόχο του ταξιδιού μου έχω τον Ταΰγετο. Ξεφεύγοντας από την κεντρική Πελοπόννησο, θέλω να διασχίσω τον ορεινό όγκο του βουνού αυτού από το βορρά μέχρι το νότο, από την Αρκαδία μέχρι τη Μάνη. Βεβαίως γνωρίζω την δυσκολία των ορεινών διαδρομών, αλλά είναι αυτός ακριβώς ο τρόπος ταξιδιού που επιθυμώ. Η μαγεία των ορεινών τόπων της Ελλάδας είναι κάτι πολύ δύσκολο να περιγράψεις, αλλά κάτι συγκλονιστικό όταν το ζεις.
Θα κινηθώ προς τα χωριά του δυτικού βόρειου Ταϋγέτου, με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά. Χωρέμης, Τριπόταμο, Βελιγοστή, Ποταμιά. Θα κάνω μία παράκαμψη προς το Λεοντάρι για να ανανεώσω τα τροφιμά μου, και για το βράδυ θα με φιλοξενήσει το προαύλιο μίας εκκλησίας στο Καμποχώρι. Κυλώντας αυτό το απόγευμα στα χωριά του κάμπου, απολαμβάνω τον καιρό, τα σύκα, τα σταφύλια, και την ησυχία και τις εικόνες του μεσσηνιακού κάμπου και των ανθρώπων της γης.
> Επόμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου