Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018
Από τον Λάλα στο Αφροδίσιο. 57 χιλιόμετρα.
Όπως είπε ο Ηράκλειτος, ένας φιλόσοφος που κατανόησε τον χρόνο, ο ήλιος κάθε μέρα είναι καινούργιος. Ξύπνησα νωρίς και μιας και ο καιρός είναι υπέροχος, είπα να βγω νωρίς στο δρόμο για να απολαύσω το πρωινό. Σήμερα, ξεκινώντας μια νέα ζωή, το πρωινό αυτό είναι ονειρικό. Βρίσκομαι σε ένα πλατύ οροπέδιο, με το δρόμο να ανεβοκατεβαίνει γλυκά μέσα σε μια αγροτική περιοχή. Τα κοπάδια έχουν βγει στις βοσκές. Υπάρχουν πευκοδάση και ανάμεσά τους κτήματα με καλλιέργειες κάθε λογής. Υπάρχουν δένδρα ήμερα και άγρια, με καρπούς και φρούτα, αχλάδια, βατόμουρα, καρύδια, μήλα, σταφύλια, σύκα, κάστανα κλπ. Ένας παράδεισος με άφθονη τροφή, να μην ξέρεις τι να πρωτοδοκιμάσεις.
Ένα μικρό χωριό, η Νεμούτα, πετάγεται μπροστά μου μετά από μια στροφή. Στην άκρη του δρόμου μια γιαγιά βοσκάει με ιδιαίτερη φροντίδα δύο κατσίκες.
Της φαίνεται περίεργο που ένας ξένος φωτογραφίζει το χαμόσπιτο.
-Γιατί φωτογραφίζεις το σπίτι μου; Πήγαινε στην αυλή εκεί, έχει μπανανόμηλα.
-Βγάζεις τα δυο μανάρια σου για βοσκή εδώ στο δρόμο;
-Έχω κι άλλα ζώα πίσω, τα κάνω μόνη, ο παππούς δεν μπορεί.
Τα “μπανανόμηλα” πεσμένα ανάμεσα στις φράουλες. Ωραία αφράτα μήλα με μια πραγματική επίγευση σαν της μπανάνας.
Καλούδια του κήπου στο τραπέζι της αυλής.
Ο παππούς, στο πρώτο σημερινό ταξίδι του.
Μερικές φορές έρχονται κάτι αμήχανες στιγμές, που νιώθεις ένα περίεργο είδος ντροπής φωτογραφίζοντας ανθρώπους. Παρά το σεβασμό και την αγάπη προς το ανθρώπινο θέμα, υπεισέρχεται μια πιο ανθρώπινη, πιο προσγειωμένη πλευρά της εμπειρίας και νιώθεις ότι εισβάλλεις στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων απρόσκλητος. Έτσι είναι η ζωή, ο καθένας τη ζει από την πλευρά του. Ευχαριστώ μέσα μου τον παππού για αυτό που μου έδωσε χωρίς να το γνωρίζει, τον αφήνω να συνεχίσει το ταξίδι του προς τα δυτικά, για να συνεχίσω κι εγώ το δικό μου ταξίδι προς τα ανατολικά, προς την κοιλάδα του Ερυμάνθου.
Αφήνοντας πίσω μου τη Νεμούτα, αυτό το ήσυχο χωριό στο παραδεισένιο οροπέδιο αυτό το παραδεισένιο πρωινό, πιάνω την κατηφόρα προς την κοιλάδα. Ο δρόμος γίνεται σύντομα χωματόδρομος, ωστόσο αρκετά βατός. Γυροφέρνει μέσα σε ένα ωραίο ψηλό πευκοδάσος.
Κάποια στιγμή η κατάβαση τελειώνει, ενώ στα αυτιά μου φτάνει ήδη ο συνεχής ήχος του ποταμού. Από μία πινακίδα συμπεραίνω ότι έρχονται ράφτερς εδώ. Υπάρχει μια παλιά γέφυρα, ένας μικρός οικισμός, μια μικρή ταβέρνα πάνω από το ποτάμι. Το ποτάμι κατεβάζει κρυστάλλινο καθαρό νερό, και η καλύτερη απόδειξη για αυτό δεν είναι άλλη από τους κλωβούς με τις πέστροφες. Με φωνάζουν στην ταβέρνα για κέρασμα και μαθαίνω ότι ο οικισμός Ελιά έχει καμιά εικοσαριά μόνιμους κατοίκους.
Υπάρχουν κάποιοι καταρράκτες ενός παραποτάμου του Ερυμάνθου. Η επίσκεψη στον λεγόμενο μεγάλο καταρράκτη θα αποδειχθεί μια μοναδική εμπειρία. Το νερό έχει σκάψει μέσα στο βουνό ένα βαθύ σκοτεινό φαράγγι, ένα μονοπάτι σε οδηγεί στον καταρράκτη κάτω από τεράστια δέντρα και βράχους, και συ νιώθεις σαν ένα μυρμηγκάκι που θαυμάζει το μεγαλείο αυτής της παρθένας φύσης.
Καλά κατέβηκα μέχρι εδώ, αλλά επειδή ό,τι κατεβαίνει πρέπει να ανέβει, μεγάλη ανηφόρα με περιμένει για τη συνέχεια - σαν χρησμός χαρτορίχτρας ακούγεται, αλλά είναι η αλήθεια. Βγαίνοντας από τον οικισμό, βλέπω ανθρώπους, άλλοι να σκαλίζουν κήπο, άλλοι να βόσκουν μερικά ζώα, άλλοι να κόβουν ξύλα. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν εδώ από επιλογή, σε έναν τόπο που παρέχει όλα τα φυσικά αγαθά, όλες τις εποχές. Συζητώντας με τους ανθρώπους σε όλα αυτά τα μέρη, αποκομίζω την εντύπωση ότι κατέχουν την στοιχειώδη ικανοποίηση της ζωής, νιώθουν ότι δεν τους λείπει τίποτα, ότι έχουν ό,τι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζει υγιής και ευτυχής. Τα μόνα προβλήματα που τους απασχολούν είναι πρακτικής φύσεως, που έχουν να κάνουν με τους δρόμους, τις επικοινωνίες, και τις υποδομές - οι οποίες εδώ που τα λέμε λίγο ως πολύ πάσχουν σε ολόκληρη τη χώρα για να πούμε την πάσα αλήθεια.
Η ανηφόρα θα κρατήσει για κάμποσα χιλιόμετρα μέχρι το χωριό Χώρα. Το ευτύχημα είναι ότι ο χωματόδρομος είναι βατός και με ανεκτή κλίση που επιτρέπει να πάω καβάλα. Η οργιαστική βλάστηση δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον για αυτή τη δύσκολη δουλειά, απαλύνοντας την δοκιμασία της ανάβασης.
Και στη συνέχεια κατηφόρα πάλι, για άλλα τόσα χιλιόμετρα, μέχρι το Δωδεκάμετρο. Τα τέσσερα χιλιόμετρα από τη Χώρα ως το Δωδεκάμετρο θα έλεγα ότι ναι, είναι μία από τις πιο όμορφες ποδηλατικές διαδρομές που έχω κάνει ποτέ. Ένας μικρότατος ασφαλτόδρομος κάνει ελιγμούς μέσα σε ένα ψηλό πευκοδάσος, με συμπαθητικές κόκκινες γραμμές στις άκρες από τις πευκοβελόνες, πάνω από το κεφάλι σου θαυμάζεις το ψηλό πράσινο, ενώ η υπέροχη ευωδία του πεύκου γεμίζει το αναπνευστικό σου σύστημα και την ύπαρξή σου ολόκληρη. Και ερημία, απέραντη ησυχία, δεν συνάντησα κανένα αυτοκίνητο, ούτε κανένα έμψυχο πλάσμα.
Βγαίνοντας λοιπόν σε αυτό το χωριό ονόματι Δωδεκάμετρο στον κεντρικό δρόμο Ολυμπία-Τρίπολη, θυμάμαι ότι έχω ξαναπεράσει στην κλασική αυτή διαδρομή πριν από δεκαετίες, αλλά μετά από αυτά τα χρόνια ο τόπος δεν μού θυμίζει κάτι. Εδώ σε αυτό τον μικρό οικισμό μεγάλωσαν Μάντι Γουότερς, Γουίλι Ντίξον, Χάουλινγκ Γούλφ, Τζον Λη Χούκερ, Μπι Μπι Κινγκ, και λοιποί μεγάλοι δάσκαλοι του μπλουζ. Έχοντας στα δεξιά μου τον ποταμό Μισισίπι, εεε Λάδωνα ήθελα να πω, συνεχίζω τραγουδώντας ένα κλασικό δωδεκάμετρο προς Τρίπολη μόνο για λίγο, καθώς ο επόμενος στόχος μου βρίσκεται προς τα βόρεια και είναι το όρος Αφροδίσιο.
Ένα γεύμα που έχει ως βάση ένα μείγμα με φρεσκοφτιαγμένο κεφίρ και φρέσκα άφθονα καρύδια από τις καρυδιές, αποτελεί έναν θρεπτικό ενεργειακό δυναμίτη άκρως κατάλληλο για έναν ποδηλάτη που ταξιδεύει όλη μέρα, ιδίως εάν αυτός αντιμετωπίζει αρκαδικές κλίσεις (εξηγήσεις σε λίγο).
Σκηνή στον κεντρικό δρόμο Ολυμπία-Τρίπολη. Τι να πω και τι να σχολιάσω. Είμαστε και σε τουριστική περιοχή, πανάθεμά μας.
Στο μεταξύ ο καιρός το πάει για βροχούλες όπως φαίνεται, και θα καταφύγω για μία ώρα στον υδροηλεκτρικό σταθμό του Λάδωνα για να προστατευτώ από το νερό, προσωρινός φιλοξενούμενος του υπαλλήλου της ΔΕΗ στην πύλη. Από τον οποίο βέβαια όπως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις, θα μάθω πράγματα για την περιοχή και το δρόμο.
Σήμερα κινούμαι πλέον στο νομό Αρκαδίας. Και σήμερα αρχίζει το φαινόμενο που έμελλε να το ονομάσω “αρκαδικές κλίσεις”. Τι είναι η αρκαδική κλίση; Είναι η κλίση εκείνη του δρόμου που σε αναγκάζει να πηγαίνεις όχι καβάλα στο ποδήλατο αλλά με τα πόδια, σπρώχνοντας στην ανηφόρα το φορτωμένο ποδήλατο προς την κατεύθυνση του ουρανού, ξεθεωμένος και κινούμενος με ταχύτητα το πολύ 4 χιλιομέτρων την ώρα, και αναρωτώμενος το εξής: “καλά, εγώ τώρα τι κάνω, ταξιδεύω με ποδήλατο, ή ταξιδεύω με τα πόδια κουβαλώντας και ένα ποδήλατο συν τοις άλλοις;”
Η διαδρομή Κάτω Σπάθαρης - Κοντοβάζαινα είναι πολύ γραφική αυτό το απόγευμα, παρά το γεγονός ότι υφίσταμαι την μικρή ατυχία ενός περιστασιακού ψιλόβροχου που δεν μου επιτρέπει να την απολαύσω στο έπακρο. Φτάνοντας στην Κοντοβάζαινα η ώρα είναι περασμένη και θα πρέπει να βρω μέρος για τη διανυκτέρευση. Αναζητώ ψωμί που μού έχει σχεδόν τελειώσει. "Το ψωμί έρχεται σε λίγο”. Συγνώμη; Σού είπαμε, έρχεται σε λίγο, σε πέντε λεπτά, περίμενε εδώ ακριβώς. Εντάξει, ας περιμένω πέντε λεπτά εδώ ακριβώς να δω πώς θα έρθει το ψωμί, ίσως το πετάξει ο θεός από τον ουρανό.
Σε πέντε λεπτά ακριβώς σταματά ένα όχημα γεμάτο κλούβες με ψωμιά. Στο χωριό αυτό δεν έχει φούρνο. Ένας φούρνος από το χωριό Σταυροδρόμι μοιράζει συγκεκριμένη μέρα και συγκεκριμένη ώρα και σε συγκεκριμένα χωριά της περιοχής ψωμί, και εγώ σήμερα έφτασα στο χωριό αυτό ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε... και βρήκα ψωμί. Τόσο απλά. Αν είναι να σου κάτσει, δεν το γλιτώνεις με τίποτα, τελεία και παύλα.
Η μέρα πλησιάζει στο τέλος της και θα έπρεπε να μείνω εδώ στην Κοντοβάζαινα, ωστόσο ο καιρός έχει φτιάξει και αποφασίζω να συνεχίσω μέχρι την κορυφή του όρους. Μού μένουν περίπου πέντε-έξη χιλιόμετρα μέχρι εκεί, όπου υπάρχει και βρύση όπως έχω φροντίσει να μάθω. Ήδη από την ανάγνωση του χάρτη και τις τοπογραφικές πληροφορίες που έχω, συμπεραίνω ότι πρόκειται για σκληρή ανηφόρα. Πλησιάζει μεν το βράδυ, αλλά λόγω της εποχής δηλ. της μικρής ημέρας, δεν θα έχω πρόβλημα αν φτάσω νύχτα, έχω δηλ. λίγες ώρες στη διάθεσή μου, και αποφασίζω να μην μείνω εδώ αλλά να αρχίσω την ανάβαση. Πράγματι η ανηφόρα αποδεικνύεται εντελώς αρκαδική. Είναι αδύνατο να πάω καβάλα. Αποφασίζω να απολαύσω όσο μπορώ τη διαδρομή με τα πόδια, με το πλεονέκτημα του καλού καιρού. Τελικά θα μού πάρουν μιάμιση ώρα αυτά τα πέντε σαδιστικά χιλιόμετρα.
Η νύχτα όμως είναι υπέροχη. Περπατώ στην αστροφεγγιά χωρίς καμία φωτορύπανση να μού κρύβει τον ξάστερο ουρανό. Με την αύξηση του υψομέτρου αυξάνεται και το κρύο μαζί με τη θέα και από ένα σημείο και μετά πρέπει να προσέξω τη διαχείριση των δυνάμεών μου, σπρώχνοντας το μεγάλο φορτίο προς τα πάνω στην ανελέητη ανηφόρα. Μετά από τους τελικούς ελιγμούς όπου ανεβαίνω σιγά σιγά και συντηρητικά, ακούω το νερό της βρύσης στην άκρη του δρόμου. Πλάι στη βρύση στήνω τη σκηνή, ενώ ετοιμάζω ένα γεύμα που το αξίζω με το παραπάνω. Ξεκίνησα από την Κοντοβάζαινα στα 700 μέτρα και έφτασα στα 1160 μέτρα ψηλά, και όλο αυτό με τα πόδια.
Φυσά ένα ήπιο αλλά κρύο βουνίσιο αγέρι, το κρύο είναι αρκετό και πρέπει να ντυθώ καλά μετά τη μεγάλη προσπάθεια και τον ιδρώτα. Απολαμβάνω το φαγητό, και για να μην κοιμηθώ με το φαγητό στο στομάχι, θα περάσω μία χαλαρή ώρα με διάβασμα. Έχω μαζί μου στη συσκευή μεταξύ άλλων δύο εξαιρετικά βιβλία, τον Μυθολογικό Χάρτη της Ελλάδας και το Ευδαίμων Αρκαδία, του Πέντρο Ολάγια. Αυτά τα δύο βιβλία θεωρώ ότι αξίζουν για να συνοδεύουν κάθε ταξίδι μου σε αυτή τη χώρα. Όταν βρίσκεσαι στους χώρους που τα ενέπνευσαν, τα νιώθεις καλύτερα. Μετά από μία βόλτα στην φαεινή αστροφεγγιά με μια ανοιχτή θέα πάνω από τα βουνά της νύχτας, ξαπλώνω μέσα στη σκηνή. Υπάρχει μία απέραντη ησυχία, δεν υπάρχει κανένα ζωντανό πλάσμα κοντά, μόνο περιστασιακά ένας μακρινός σκύλος ακούγεται στο βουνό από κάποιο μαντρί ανταποκρινόμενος στα περιστασιακά ουρλιαχτά των τσακαλιών.
> Επόμενο
Από τον Λάλα στο Αφροδίσιο. 57 χιλιόμετρα.
Όπως είπε ο Ηράκλειτος, ένας φιλόσοφος που κατανόησε τον χρόνο, ο ήλιος κάθε μέρα είναι καινούργιος. Ξύπνησα νωρίς και μιας και ο καιρός είναι υπέροχος, είπα να βγω νωρίς στο δρόμο για να απολαύσω το πρωινό. Σήμερα, ξεκινώντας μια νέα ζωή, το πρωινό αυτό είναι ονειρικό. Βρίσκομαι σε ένα πλατύ οροπέδιο, με το δρόμο να ανεβοκατεβαίνει γλυκά μέσα σε μια αγροτική περιοχή. Τα κοπάδια έχουν βγει στις βοσκές. Υπάρχουν πευκοδάση και ανάμεσά τους κτήματα με καλλιέργειες κάθε λογής. Υπάρχουν δένδρα ήμερα και άγρια, με καρπούς και φρούτα, αχλάδια, βατόμουρα, καρύδια, μήλα, σταφύλια, σύκα, κάστανα κλπ. Ένας παράδεισος με άφθονη τροφή, να μην ξέρεις τι να πρωτοδοκιμάσεις.
Ένα μικρό χωριό, η Νεμούτα, πετάγεται μπροστά μου μετά από μια στροφή. Στην άκρη του δρόμου μια γιαγιά βοσκάει με ιδιαίτερη φροντίδα δύο κατσίκες.
Της φαίνεται περίεργο που ένας ξένος φωτογραφίζει το χαμόσπιτο.
-Γιατί φωτογραφίζεις το σπίτι μου; Πήγαινε στην αυλή εκεί, έχει μπανανόμηλα.
-Βγάζεις τα δυο μανάρια σου για βοσκή εδώ στο δρόμο;
-Έχω κι άλλα ζώα πίσω, τα κάνω μόνη, ο παππούς δεν μπορεί.
Τα “μπανανόμηλα” πεσμένα ανάμεσα στις φράουλες. Ωραία αφράτα μήλα με μια πραγματική επίγευση σαν της μπανάνας.
Καλούδια του κήπου στο τραπέζι της αυλής.
Ο παππούς, στο πρώτο σημερινό ταξίδι του.
Μερικές φορές έρχονται κάτι αμήχανες στιγμές, που νιώθεις ένα περίεργο είδος ντροπής φωτογραφίζοντας ανθρώπους. Παρά το σεβασμό και την αγάπη προς το ανθρώπινο θέμα, υπεισέρχεται μια πιο ανθρώπινη, πιο προσγειωμένη πλευρά της εμπειρίας και νιώθεις ότι εισβάλλεις στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων απρόσκλητος. Έτσι είναι η ζωή, ο καθένας τη ζει από την πλευρά του. Ευχαριστώ μέσα μου τον παππού για αυτό που μου έδωσε χωρίς να το γνωρίζει, τον αφήνω να συνεχίσει το ταξίδι του προς τα δυτικά, για να συνεχίσω κι εγώ το δικό μου ταξίδι προς τα ανατολικά, προς την κοιλάδα του Ερυμάνθου.
Αφήνοντας πίσω μου τη Νεμούτα, αυτό το ήσυχο χωριό στο παραδεισένιο οροπέδιο αυτό το παραδεισένιο πρωινό, πιάνω την κατηφόρα προς την κοιλάδα. Ο δρόμος γίνεται σύντομα χωματόδρομος, ωστόσο αρκετά βατός. Γυροφέρνει μέσα σε ένα ωραίο ψηλό πευκοδάσος.
Κάποια στιγμή η κατάβαση τελειώνει, ενώ στα αυτιά μου φτάνει ήδη ο συνεχής ήχος του ποταμού. Από μία πινακίδα συμπεραίνω ότι έρχονται ράφτερς εδώ. Υπάρχει μια παλιά γέφυρα, ένας μικρός οικισμός, μια μικρή ταβέρνα πάνω από το ποτάμι. Το ποτάμι κατεβάζει κρυστάλλινο καθαρό νερό, και η καλύτερη απόδειξη για αυτό δεν είναι άλλη από τους κλωβούς με τις πέστροφες. Με φωνάζουν στην ταβέρνα για κέρασμα και μαθαίνω ότι ο οικισμός Ελιά έχει καμιά εικοσαριά μόνιμους κατοίκους.
Υπάρχουν κάποιοι καταρράκτες ενός παραποτάμου του Ερυμάνθου. Η επίσκεψη στον λεγόμενο μεγάλο καταρράκτη θα αποδειχθεί μια μοναδική εμπειρία. Το νερό έχει σκάψει μέσα στο βουνό ένα βαθύ σκοτεινό φαράγγι, ένα μονοπάτι σε οδηγεί στον καταρράκτη κάτω από τεράστια δέντρα και βράχους, και συ νιώθεις σαν ένα μυρμηγκάκι που θαυμάζει το μεγαλείο αυτής της παρθένας φύσης.
Καλά κατέβηκα μέχρι εδώ, αλλά επειδή ό,τι κατεβαίνει πρέπει να ανέβει, μεγάλη ανηφόρα με περιμένει για τη συνέχεια - σαν χρησμός χαρτορίχτρας ακούγεται, αλλά είναι η αλήθεια. Βγαίνοντας από τον οικισμό, βλέπω ανθρώπους, άλλοι να σκαλίζουν κήπο, άλλοι να βόσκουν μερικά ζώα, άλλοι να κόβουν ξύλα. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν εδώ από επιλογή, σε έναν τόπο που παρέχει όλα τα φυσικά αγαθά, όλες τις εποχές. Συζητώντας με τους ανθρώπους σε όλα αυτά τα μέρη, αποκομίζω την εντύπωση ότι κατέχουν την στοιχειώδη ικανοποίηση της ζωής, νιώθουν ότι δεν τους λείπει τίποτα, ότι έχουν ό,τι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζει υγιής και ευτυχής. Τα μόνα προβλήματα που τους απασχολούν είναι πρακτικής φύσεως, που έχουν να κάνουν με τους δρόμους, τις επικοινωνίες, και τις υποδομές - οι οποίες εδώ που τα λέμε λίγο ως πολύ πάσχουν σε ολόκληρη τη χώρα για να πούμε την πάσα αλήθεια.
Η ανηφόρα θα κρατήσει για κάμποσα χιλιόμετρα μέχρι το χωριό Χώρα. Το ευτύχημα είναι ότι ο χωματόδρομος είναι βατός και με ανεκτή κλίση που επιτρέπει να πάω καβάλα. Η οργιαστική βλάστηση δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον για αυτή τη δύσκολη δουλειά, απαλύνοντας την δοκιμασία της ανάβασης.
Και στη συνέχεια κατηφόρα πάλι, για άλλα τόσα χιλιόμετρα, μέχρι το Δωδεκάμετρο. Τα τέσσερα χιλιόμετρα από τη Χώρα ως το Δωδεκάμετρο θα έλεγα ότι ναι, είναι μία από τις πιο όμορφες ποδηλατικές διαδρομές που έχω κάνει ποτέ. Ένας μικρότατος ασφαλτόδρομος κάνει ελιγμούς μέσα σε ένα ψηλό πευκοδάσος, με συμπαθητικές κόκκινες γραμμές στις άκρες από τις πευκοβελόνες, πάνω από το κεφάλι σου θαυμάζεις το ψηλό πράσινο, ενώ η υπέροχη ευωδία του πεύκου γεμίζει το αναπνευστικό σου σύστημα και την ύπαρξή σου ολόκληρη. Και ερημία, απέραντη ησυχία, δεν συνάντησα κανένα αυτοκίνητο, ούτε κανένα έμψυχο πλάσμα.
Βγαίνοντας λοιπόν σε αυτό το χωριό ονόματι Δωδεκάμετρο στον κεντρικό δρόμο Ολυμπία-Τρίπολη, θυμάμαι ότι έχω ξαναπεράσει στην κλασική αυτή διαδρομή πριν από δεκαετίες, αλλά μετά από αυτά τα χρόνια ο τόπος δεν μού θυμίζει κάτι. Εδώ σε αυτό τον μικρό οικισμό μεγάλωσαν Μάντι Γουότερς, Γουίλι Ντίξον, Χάουλινγκ Γούλφ, Τζον Λη Χούκερ, Μπι Μπι Κινγκ, και λοιποί μεγάλοι δάσκαλοι του μπλουζ. Έχοντας στα δεξιά μου τον ποταμό Μισισίπι, εεε Λάδωνα ήθελα να πω, συνεχίζω τραγουδώντας ένα κλασικό δωδεκάμετρο προς Τρίπολη μόνο για λίγο, καθώς ο επόμενος στόχος μου βρίσκεται προς τα βόρεια και είναι το όρος Αφροδίσιο.
Ένα γεύμα που έχει ως βάση ένα μείγμα με φρεσκοφτιαγμένο κεφίρ και φρέσκα άφθονα καρύδια από τις καρυδιές, αποτελεί έναν θρεπτικό ενεργειακό δυναμίτη άκρως κατάλληλο για έναν ποδηλάτη που ταξιδεύει όλη μέρα, ιδίως εάν αυτός αντιμετωπίζει αρκαδικές κλίσεις (εξηγήσεις σε λίγο).
Σκηνή στον κεντρικό δρόμο Ολυμπία-Τρίπολη. Τι να πω και τι να σχολιάσω. Είμαστε και σε τουριστική περιοχή, πανάθεμά μας.
Στο μεταξύ ο καιρός το πάει για βροχούλες όπως φαίνεται, και θα καταφύγω για μία ώρα στον υδροηλεκτρικό σταθμό του Λάδωνα για να προστατευτώ από το νερό, προσωρινός φιλοξενούμενος του υπαλλήλου της ΔΕΗ στην πύλη. Από τον οποίο βέβαια όπως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις, θα μάθω πράγματα για την περιοχή και το δρόμο.
Σήμερα κινούμαι πλέον στο νομό Αρκαδίας. Και σήμερα αρχίζει το φαινόμενο που έμελλε να το ονομάσω “αρκαδικές κλίσεις”. Τι είναι η αρκαδική κλίση; Είναι η κλίση εκείνη του δρόμου που σε αναγκάζει να πηγαίνεις όχι καβάλα στο ποδήλατο αλλά με τα πόδια, σπρώχνοντας στην ανηφόρα το φορτωμένο ποδήλατο προς την κατεύθυνση του ουρανού, ξεθεωμένος και κινούμενος με ταχύτητα το πολύ 4 χιλιομέτρων την ώρα, και αναρωτώμενος το εξής: “καλά, εγώ τώρα τι κάνω, ταξιδεύω με ποδήλατο, ή ταξιδεύω με τα πόδια κουβαλώντας και ένα ποδήλατο συν τοις άλλοις;”
Η διαδρομή Κάτω Σπάθαρης - Κοντοβάζαινα είναι πολύ γραφική αυτό το απόγευμα, παρά το γεγονός ότι υφίσταμαι την μικρή ατυχία ενός περιστασιακού ψιλόβροχου που δεν μου επιτρέπει να την απολαύσω στο έπακρο. Φτάνοντας στην Κοντοβάζαινα η ώρα είναι περασμένη και θα πρέπει να βρω μέρος για τη διανυκτέρευση. Αναζητώ ψωμί που μού έχει σχεδόν τελειώσει. "Το ψωμί έρχεται σε λίγο”. Συγνώμη; Σού είπαμε, έρχεται σε λίγο, σε πέντε λεπτά, περίμενε εδώ ακριβώς. Εντάξει, ας περιμένω πέντε λεπτά εδώ ακριβώς να δω πώς θα έρθει το ψωμί, ίσως το πετάξει ο θεός από τον ουρανό.
Σε πέντε λεπτά ακριβώς σταματά ένα όχημα γεμάτο κλούβες με ψωμιά. Στο χωριό αυτό δεν έχει φούρνο. Ένας φούρνος από το χωριό Σταυροδρόμι μοιράζει συγκεκριμένη μέρα και συγκεκριμένη ώρα και σε συγκεκριμένα χωριά της περιοχής ψωμί, και εγώ σήμερα έφτασα στο χωριό αυτό ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε... και βρήκα ψωμί. Τόσο απλά. Αν είναι να σου κάτσει, δεν το γλιτώνεις με τίποτα, τελεία και παύλα.
Η μέρα πλησιάζει στο τέλος της και θα έπρεπε να μείνω εδώ στην Κοντοβάζαινα, ωστόσο ο καιρός έχει φτιάξει και αποφασίζω να συνεχίσω μέχρι την κορυφή του όρους. Μού μένουν περίπου πέντε-έξη χιλιόμετρα μέχρι εκεί, όπου υπάρχει και βρύση όπως έχω φροντίσει να μάθω. Ήδη από την ανάγνωση του χάρτη και τις τοπογραφικές πληροφορίες που έχω, συμπεραίνω ότι πρόκειται για σκληρή ανηφόρα. Πλησιάζει μεν το βράδυ, αλλά λόγω της εποχής δηλ. της μικρής ημέρας, δεν θα έχω πρόβλημα αν φτάσω νύχτα, έχω δηλ. λίγες ώρες στη διάθεσή μου, και αποφασίζω να μην μείνω εδώ αλλά να αρχίσω την ανάβαση. Πράγματι η ανηφόρα αποδεικνύεται εντελώς αρκαδική. Είναι αδύνατο να πάω καβάλα. Αποφασίζω να απολαύσω όσο μπορώ τη διαδρομή με τα πόδια, με το πλεονέκτημα του καλού καιρού. Τελικά θα μού πάρουν μιάμιση ώρα αυτά τα πέντε σαδιστικά χιλιόμετρα.
Η νύχτα όμως είναι υπέροχη. Περπατώ στην αστροφεγγιά χωρίς καμία φωτορύπανση να μού κρύβει τον ξάστερο ουρανό. Με την αύξηση του υψομέτρου αυξάνεται και το κρύο μαζί με τη θέα και από ένα σημείο και μετά πρέπει να προσέξω τη διαχείριση των δυνάμεών μου, σπρώχνοντας το μεγάλο φορτίο προς τα πάνω στην ανελέητη ανηφόρα. Μετά από τους τελικούς ελιγμούς όπου ανεβαίνω σιγά σιγά και συντηρητικά, ακούω το νερό της βρύσης στην άκρη του δρόμου. Πλάι στη βρύση στήνω τη σκηνή, ενώ ετοιμάζω ένα γεύμα που το αξίζω με το παραπάνω. Ξεκίνησα από την Κοντοβάζαινα στα 700 μέτρα και έφτασα στα 1160 μέτρα ψηλά, και όλο αυτό με τα πόδια.
Φυσά ένα ήπιο αλλά κρύο βουνίσιο αγέρι, το κρύο είναι αρκετό και πρέπει να ντυθώ καλά μετά τη μεγάλη προσπάθεια και τον ιδρώτα. Απολαμβάνω το φαγητό, και για να μην κοιμηθώ με το φαγητό στο στομάχι, θα περάσω μία χαλαρή ώρα με διάβασμα. Έχω μαζί μου στη συσκευή μεταξύ άλλων δύο εξαιρετικά βιβλία, τον Μυθολογικό Χάρτη της Ελλάδας και το Ευδαίμων Αρκαδία, του Πέντρο Ολάγια. Αυτά τα δύο βιβλία θεωρώ ότι αξίζουν για να συνοδεύουν κάθε ταξίδι μου σε αυτή τη χώρα. Όταν βρίσκεσαι στους χώρους που τα ενέπνευσαν, τα νιώθεις καλύτερα. Μετά από μία βόλτα στην φαεινή αστροφεγγιά με μια ανοιχτή θέα πάνω από τα βουνά της νύχτας, ξαπλώνω μέσα στη σκηνή. Υπάρχει μία απέραντη ησυχία, δεν υπάρχει κανένα ζωντανό πλάσμα κοντά, μόνο περιστασιακά ένας μακρινός σκύλος ακούγεται στο βουνό από κάποιο μαντρί ανταποκρινόμενος στα περιστασιακά ουρλιαχτά των τσακαλιών.
> Επόμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου