Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018
Από τη Ρακίτα στην Βλασία. 40 χιλιόμετρα.
Σηκώνομαι στην πρωινή δροσιά με κέφι. Ο ύπνος ήταν εξαιρετικός, νιώθω ξεκούραστος και ανανεωμένος. Ο ήλιος σηκώνεται από τα βουνά της ανατολής και αρχίζει να ζεσταίνει το τοπίο. Στα βουνά γύρω ακούγονται τα κοπάδια που έχουν ήδη βγει με το πρώτο φως. Το πρωινό είναι υπέροχο. Εκτός από τους βοσκότοπους υπάρχουν και μερικά κτήματα με λαχανικά και φρούτα. Οι άνθρωποι φιλικοί και φιλόξενοι.
Ο δρόμος ανεβοκατεβαίνει συνεχώς και με μεγάλες κλίσεις. Το τοπίο αλλάζει διαρκώς. Κτήματα με καλλιέργειες εδώ κι εκεί. Τα πανταχού παρόντα γιδοπρόβατα είναι ο μόνιμος παρονομαστής κάθε σπιθαμής του χώρου. Οι ερημιές εναλλάσσονται με συμπαθητικά χωριουδάκια που κατοικούνται από ελάχιστους ανθρώπους. Τα χωριά αυτά συνδυάζουν με μοναδικό τρόπο την εγκατάλειψη με τη γοητεία της υπαίθρου.
Σήμερα αρχίζω να χάνω την αίσθηση του χρόνου. Μέσα στη φύση με τα νερά, τα σύκα, τα βατόμουρα, όλα τα καλούδια, στην ησυχία, την ερημία, την απουσία κάθε ενόχλησης, τα εγκαταλειμένα σπίτια, τα ξεχασμένα δρομάκια, τα κοπαδάκια στους λόφους, τους τσοπάνηδες που με χαιρετάνε, παρατηρώ τον εαυτό μου να κοιτά την ώρα και την ημερομηνία, όχι γιατί έχω ανάγκη να ξέρω τι μέρα είναι, αλλά γιατί παρατηρώ μία αίσθηση απώλειας της αίσθησης του χρόνου να με αποξενώνει από τον εαυτό μου τον ίδιο. Δεν με ενοχλεί αυτό, απλώς με παραξενεύει. Και με γοητεύει αφάνταστα.
Το όνομα του χωριού, Δεμέστιχα. Αν υπάρχουν πέντε άνθρωποι εδώ ζήτημα είναι. Η πλατεία έρημη.
-Εδώ είναι Αχαΐα, ή Αρκαδία;
-Αχαΐα.
-Πόσο χρονών είσαι;
-Άσε, μεγάλος είμαι.
-Πόσο μεγάλος;
-Άσε σού λέω, μεγάλος.
-Από αυτό το χωριό είσαι;
-Ναι, εδώ έζησα.
-Εδώ έχεις ζήσει πάντα;
-Όλη τη ζωή.
-Δεν ταξίδεψες;
-Όχι. Καλά έζησα. Μια χάρη θέλω.
-Πες μου.
-Να με πιάσεις να περπατήσω μέχρι την πλατεία.
-Εκεί που είναι το σκυλάκι;
-Ναι εκεί, θέλω να δω την πλατεία.
Τα χιλιόμετρα δεν περνούν σήμερα λόγω των δύσκολων δρόμων με τις μεγάλες κλίσεις, ωστόσο έχοντας σχεδόν χάσει την αίσθηση του χρόνου, αυτό καθόλου δεν με ενοχλεί. Θα έλεγα ότι δεν με ενδιαφέρει καν. Με ενδιαφέρει ο υπέροχος καιρός, το υπέροχο περιβάλλον, μια φύση που με αναζωογονεί αφάνταστα. Αφήνω το χρόνο να κυλά μόνος του. Ναι, εγώ είμαι εδώ, αλλά ταυτόχρονα είμαι αλλού. Είμαι στην Ελλάδα, στην Ελλάδα που με αγάπησε πριν την αγαπήσω, στην Ελλάδα τη διαχρονική, που πάντα σε αποζημιώνει με το παραπάνω, γιατί όσο χρόνο σού παίρνει σού τον δίνει διπλό.
Ανεβοκατεβαίνοντας τον ένα λόφο μετά τον άλλο μέσα στην καταλυτική ερημία, μια ανθρώπινη μορφή με στοιχειώνει. Νιώθω ότι θα με στοιχειώνει για πάντα, ότι ποτέ δεν θα φύγει από μέσα μου. Η μορφή ενός υπέργηρου ανθρώπου που με κοιτάζει, μια καθαρή ματιά με διαπερνά, μού λέει ότι ποτέ δεν ταξίδεψε πουθενά, ποτέ δεν έφυγε από το ασήμαντο χωριουδάκι όπου γεννήθηκε, και όμως αυτός ο άνθρωπος μού λέει καθαρά και με τα μάτια και με το στόμα ότι δεν έχει κανένα παράπονο από τη ζωή. Υπάρχουν πράγματα που μόνο με ποίηση μπορούν να ειπωθούν. Η μορφή αυτή μού θυμίζει μία φράση του Οδυσσέα Ελύτη: κάνε ένα βήμα μεγαλύτερο από τη φθορά. Ένας άνθρωπος που φυτοζωεί εξαρτημένος από έναν καθετήρα και δεν μπορεί ούτε μερικά βήματα να κάνει και μαζεύει τον τελευταίο ήλιο της ζωής του πριν το σκοτάδι του τάφου, ίσως να έκανε ένα βήμα μεγαλύτερο από τη φθορά. Ίσως τελικά η ζωή να είναι σαν μια παρτίδα σκάκι, όπου νικά αυτός που βλέπει μία έστω κίνηση πιο μακριά, κι ο θάνατος να νικιέται και με ένα μόνο βήμα.
Όταν φτάνω στη Βλασία είναι νωρίς το απόγευμα, αλλά έχω τόσο αποδεσμευτεί από τον χρόνο και απολαμβάνω τόσο πολύ τον κόσμο αυτό, ώστε αποφασίζω να μην συνεχίσω στο βουνό προς το Λεχούρι σήμερα αλλά να περάσω τη νύχτα εδώ. Δεν θέλω να επιτρέψω καμία υποψία πίεσης ή ανάγκης, θέλω όλο τον χρόνο δικό μου. Ο πρώτος σκοπός του ταξιδιού μου αυτού είναι ακριβώς αυτός, η χαλάρωση και η αυτοθεραπεία μέσω της ανάκτησης του προσωπικού χρόνου.
Στην έξοδο του χωριού με περιμένει μία εκκλησία που διαθέτει όλα τα κομφόρ ενός ξενοδοχείου πρώτης κατηγορίας για έναν ταξιδιώτη σαν εμένα: νερό για μαγείρεμα και μπουγάδα και πλύσιμο, είναι ανοικτή και επίσης έχει ηλεκτρικό ρεύμα για τη φόρτιση της μπαταρίας μου. Ένας ντόπιος εργάτης μού συνιστά εγκάρδια να κοιμηθώ μέσα, για μεγαλύτερη πολυτέλεια. Υπάρχει μία καταπληκτική θέα πάνω από ένα οροπέδιο μέχρι ψηλά τις κορφές του Ερύμανθου. Πλησιάζει το βράδυ και τα κοπάδια ακούγονται να επιστρέφουν στις στάνες. Όταν πέφτει το σκοτάδι, η γαλήνη είναι απίστευτη. Το αυτί μάταια αναζητά ήχους. Οι μόνοι ήχοι που μπορώ να αντιληφθώ είναι ένα τριζόνι και το αγεράκι που μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
> Επόμενο
Από τη Ρακίτα στην Βλασία. 40 χιλιόμετρα.
Σηκώνομαι στην πρωινή δροσιά με κέφι. Ο ύπνος ήταν εξαιρετικός, νιώθω ξεκούραστος και ανανεωμένος. Ο ήλιος σηκώνεται από τα βουνά της ανατολής και αρχίζει να ζεσταίνει το τοπίο. Στα βουνά γύρω ακούγονται τα κοπάδια που έχουν ήδη βγει με το πρώτο φως. Το πρωινό είναι υπέροχο. Εκτός από τους βοσκότοπους υπάρχουν και μερικά κτήματα με λαχανικά και φρούτα. Οι άνθρωποι φιλικοί και φιλόξενοι.
Ο δρόμος ανεβοκατεβαίνει συνεχώς και με μεγάλες κλίσεις. Το τοπίο αλλάζει διαρκώς. Κτήματα με καλλιέργειες εδώ κι εκεί. Τα πανταχού παρόντα γιδοπρόβατα είναι ο μόνιμος παρονομαστής κάθε σπιθαμής του χώρου. Οι ερημιές εναλλάσσονται με συμπαθητικά χωριουδάκια που κατοικούνται από ελάχιστους ανθρώπους. Τα χωριά αυτά συνδυάζουν με μοναδικό τρόπο την εγκατάλειψη με τη γοητεία της υπαίθρου.
Σήμερα αρχίζω να χάνω την αίσθηση του χρόνου. Μέσα στη φύση με τα νερά, τα σύκα, τα βατόμουρα, όλα τα καλούδια, στην ησυχία, την ερημία, την απουσία κάθε ενόχλησης, τα εγκαταλειμένα σπίτια, τα ξεχασμένα δρομάκια, τα κοπαδάκια στους λόφους, τους τσοπάνηδες που με χαιρετάνε, παρατηρώ τον εαυτό μου να κοιτά την ώρα και την ημερομηνία, όχι γιατί έχω ανάγκη να ξέρω τι μέρα είναι, αλλά γιατί παρατηρώ μία αίσθηση απώλειας της αίσθησης του χρόνου να με αποξενώνει από τον εαυτό μου τον ίδιο. Δεν με ενοχλεί αυτό, απλώς με παραξενεύει. Και με γοητεύει αφάνταστα.
Το όνομα του χωριού, Δεμέστιχα. Αν υπάρχουν πέντε άνθρωποι εδώ ζήτημα είναι. Η πλατεία έρημη.
-Εδώ είναι Αχαΐα, ή Αρκαδία;
-Αχαΐα.
-Πόσο χρονών είσαι;
-Άσε, μεγάλος είμαι.
-Πόσο μεγάλος;
-Άσε σού λέω, μεγάλος.
-Από αυτό το χωριό είσαι;
-Ναι, εδώ έζησα.
-Εδώ έχεις ζήσει πάντα;
-Όλη τη ζωή.
-Δεν ταξίδεψες;
-Όχι. Καλά έζησα. Μια χάρη θέλω.
-Πες μου.
-Να με πιάσεις να περπατήσω μέχρι την πλατεία.
-Εκεί που είναι το σκυλάκι;
-Ναι εκεί, θέλω να δω την πλατεία.
Τα χιλιόμετρα δεν περνούν σήμερα λόγω των δύσκολων δρόμων με τις μεγάλες κλίσεις, ωστόσο έχοντας σχεδόν χάσει την αίσθηση του χρόνου, αυτό καθόλου δεν με ενοχλεί. Θα έλεγα ότι δεν με ενδιαφέρει καν. Με ενδιαφέρει ο υπέροχος καιρός, το υπέροχο περιβάλλον, μια φύση που με αναζωογονεί αφάνταστα. Αφήνω το χρόνο να κυλά μόνος του. Ναι, εγώ είμαι εδώ, αλλά ταυτόχρονα είμαι αλλού. Είμαι στην Ελλάδα, στην Ελλάδα που με αγάπησε πριν την αγαπήσω, στην Ελλάδα τη διαχρονική, που πάντα σε αποζημιώνει με το παραπάνω, γιατί όσο χρόνο σού παίρνει σού τον δίνει διπλό.
Ανεβοκατεβαίνοντας τον ένα λόφο μετά τον άλλο μέσα στην καταλυτική ερημία, μια ανθρώπινη μορφή με στοιχειώνει. Νιώθω ότι θα με στοιχειώνει για πάντα, ότι ποτέ δεν θα φύγει από μέσα μου. Η μορφή ενός υπέργηρου ανθρώπου που με κοιτάζει, μια καθαρή ματιά με διαπερνά, μού λέει ότι ποτέ δεν ταξίδεψε πουθενά, ποτέ δεν έφυγε από το ασήμαντο χωριουδάκι όπου γεννήθηκε, και όμως αυτός ο άνθρωπος μού λέει καθαρά και με τα μάτια και με το στόμα ότι δεν έχει κανένα παράπονο από τη ζωή. Υπάρχουν πράγματα που μόνο με ποίηση μπορούν να ειπωθούν. Η μορφή αυτή μού θυμίζει μία φράση του Οδυσσέα Ελύτη: κάνε ένα βήμα μεγαλύτερο από τη φθορά. Ένας άνθρωπος που φυτοζωεί εξαρτημένος από έναν καθετήρα και δεν μπορεί ούτε μερικά βήματα να κάνει και μαζεύει τον τελευταίο ήλιο της ζωής του πριν το σκοτάδι του τάφου, ίσως να έκανε ένα βήμα μεγαλύτερο από τη φθορά. Ίσως τελικά η ζωή να είναι σαν μια παρτίδα σκάκι, όπου νικά αυτός που βλέπει μία έστω κίνηση πιο μακριά, κι ο θάνατος να νικιέται και με ένα μόνο βήμα.
Όταν φτάνω στη Βλασία είναι νωρίς το απόγευμα, αλλά έχω τόσο αποδεσμευτεί από τον χρόνο και απολαμβάνω τόσο πολύ τον κόσμο αυτό, ώστε αποφασίζω να μην συνεχίσω στο βουνό προς το Λεχούρι σήμερα αλλά να περάσω τη νύχτα εδώ. Δεν θέλω να επιτρέψω καμία υποψία πίεσης ή ανάγκης, θέλω όλο τον χρόνο δικό μου. Ο πρώτος σκοπός του ταξιδιού μου αυτού είναι ακριβώς αυτός, η χαλάρωση και η αυτοθεραπεία μέσω της ανάκτησης του προσωπικού χρόνου.
Στην έξοδο του χωριού με περιμένει μία εκκλησία που διαθέτει όλα τα κομφόρ ενός ξενοδοχείου πρώτης κατηγορίας για έναν ταξιδιώτη σαν εμένα: νερό για μαγείρεμα και μπουγάδα και πλύσιμο, είναι ανοικτή και επίσης έχει ηλεκτρικό ρεύμα για τη φόρτιση της μπαταρίας μου. Ένας ντόπιος εργάτης μού συνιστά εγκάρδια να κοιμηθώ μέσα, για μεγαλύτερη πολυτέλεια. Υπάρχει μία καταπληκτική θέα πάνω από ένα οροπέδιο μέχρι ψηλά τις κορφές του Ερύμανθου. Πλησιάζει το βράδυ και τα κοπάδια ακούγονται να επιστρέφουν στις στάνες. Όταν πέφτει το σκοτάδι, η γαλήνη είναι απίστευτη. Το αυτί μάταια αναζητά ήχους. Οι μόνοι ήχοι που μπορώ να αντιληφθώ είναι ένα τριζόνι και το αγεράκι που μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
> Επόμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου