Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018
Από τη Βλασία στα Τριπόταμα. 26 χιλιόμετρα.



Το αποψινό “ξενοδοχείο” ήταν εξαιρετικό. Βγαίνω έξω για να δω τον πρώτο ήλιο στις κορφές του Ερύμανθου.


Σήμερα είμαι βέβαιος ότι θα έχω μία σκληρή διαδρομή. Εχθές στο χωριό κάποιος μού είπε ότι θα πρέπει να ετοιμαστώ για πολύ δύσκολο δρόμο, και ότι “παλιά σκοτώθηκε κόσμος σ´ αυτό το δρόμο”. Ήδη στο χάρτη η διαδρομή Βλασία-Λεχούρι φαίνεται δύσκολη, για κάποιον που ξέρει να διαβάζει χάρτες. Το πρόβλημά μου είναι στο μεγάλο φορτίο που κουβαλώ. Με ένα σκέτο ποδήλατο πας εύκολα σχεδόν οπουδήποτε, και στη χειρότερη περίπτωση το μεταφέρεις με τα χέρια, αλλά όταν έχεις ένα ποδήλατο βαρυφορτωμένο σαν το δικό μου, με εξοπλισμό για τα πάντα και τρόφιμα για μέρες σε σημείο που δύσκολα να μπορείς να το σηκώσεις, είναι δυνατό να βρεθείς σε ιδιαζόντως προβληματικές καταστάσεις. Εντελώς συντηρητικά ώστε να μην χάνω δυνάμεις, αρχίζω την ανάβαση. Αρχίζουν τα έλατα. Τα τοπία που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου αυτό το πρωινό είναι μοναδικά.









Κοντά σε μια στάνη υπάρχει ένας λαχανόκηπος. Φρέσκο νεράκι πηγής τρέχει από ένα λάστιχο και ποτίζει ντομάτες, φασόλια, κρεμμύδια, πιπεριές, λάχανα, ραδίκια. Σήμερα το μενού θα περιλαμβάνει εξαιρετικές σαλάτες. Πω πω κάτι ντομάτες, τεράστιες και νοστιμότατες!





Όταν σταματά η άσφαλτος συνεχίζω αργά με τα πόδια, καθώς ο δρόμος ανεβαίνει με μεγάλες κλίσεις. Σπρώχνω το ποδήλατο προς τα πάνω με μεγάλη δυσκολία. Συναντώ παλιά οχήματα εγκαταλειμένα στην άκρη του δρόμου. Εκείνος που είπε κάτι για κόσμο που σκοτώθηκε μάλλον είχε δίκιο...





Το περιβάλλον είναι μοναδικό. Το ελατόδασος είναι υπέροχο. Θυμίζει τα ελατοδάση της βόρειας Πίνδου. Υπάρχει παρόμοια τοπογραφία, το έδαφος, τα χρώματα, οι μυρωδιές.





Βλέποντας το απίστευτο. Εδώ ήρθε ο άλλος για να πετάξει τα σκουπίδια του!

Η ανάβαση εξελίσσεται σε μία πραγματική περιπέτεια. Το υψόμετρο ανεβαίνει ατελείωτα και ο “δρόμος” καταντά ένας αδυσώπητος βραχόδρομος. Είναι φανερό ότι αυτός ο δρόμος προορίζεται όχι για κοινά οχήματα, αλλά μόνο για τα σκληροτράχηλα 4Χ4 των τσομπάνηδων. Μού είναι δύσκολο να προωθήσω το ποδήλατο στην ανηφόρα, πρέπει με όλη μου την αυτοσυγκέντρωση και τη δύναμη να ξεπερνώ βράχο-βράχο. Πηγαίνω πολύ προσεκτικά και συντηρητικά, γιατί μια τέτοια δύσκολη κατάσταση αν την πάρεις αψήφιστα μπορεί να σε ξεθεώσει για μέρες. Σταματώ συχνά για ξεκούραση και τροφοδοσία.



Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα τελειώσει. Επιτέλους φτάνω επάνω στο Λεχουρίτικο Διάσελο. Με τη βοήθεια του GPS στη συσκευή μου, διαπιστώνω ότι σκαρφάλωσα στο υψόμετρο των 1532μ. Το δάσος εδώ πάνω είναι τρομερό. Το τοπίο είναι ένας ανελέητος βραχότοπος και οι ρίζες των πανύψηλων ελάτων χώνονται μέσα στις ρωγμές των άσπρων βράχων και χάνονται μέσα στα βάθη του βουνού.




Και στη συνέχεια θα ακολουθήσει το μοιραίο, η κατάβαση. Το υψόμετρο που κέρδισα θα πρέπει τώρα να το χάσω. Οι κλίσεις είναι ακόμα μεγαλύτερες από της άλλης πλευράς! Αυτό δεν είναι κατάβαση, είναι κατρακύλα! Είναι αδύνατο να πάω καβάλα, αλλά κατεβαίνω με άκρα προσοχή βήμα-βήμα και προσέχοντας να μην γλιστρήσει το πόδι γιατί ουαί και αλίμονο. Σε ένα σημείο η κλίση είναι τόσο εξωφρενική, που αποφασίζω να ξεφορτώσω το ποδήλατο και να περάσω το επικίνδυνο σημείο κομματιαστά.


Η θέα προς τα ανατολικά από το Λεχουρίτικο Διάσελο. Το ποδήλατο δεν μπορώ να το στήσω όρθιο λόγω της μεγάλης κλίσης.

Προετοιμασίες για το χειμώνα. Μόνο με τετρακίνητο ή τρακτέρ μπορείς να βγεις εδώ πάνω.



Το Λεχούρι βρίσκεται στις νότιες παρυφές του Ερυμάνθου, σε μία καταπληκτική τοποθεσία.

Είναι περασμένο μεσημέρι και η μόνη επιλογή που έχω είναι να επιμείνω και να υπομείνω την κατάβαση μέχρι το Λεχούρι. Περνώντας μέσα από το χωριό, βρίσκω υπέροχα μαύρα σταφύλια και μία μηλιά από την οποία μαζεύω κάτι περίεργα γλυκόξυνα μήλα με πολύ ωραίο άρωμα και έντονη γεύση. Με τον εξαιρετικά δύσκολο δρόμο, τα χιλιόμετρα της ημέρας μου αυτής ασφαλώς και θα είναι λιγοστά, αλλά δεν με ενοχλεί αυτό, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να βγούμε αλώβητοι από τη δοκιμασία των δρόμων, και εγώ και το ποδήλατό μου. Στόχο έχω σήμερα τα Τριπόταμα. Το χωριό αυτό βρίσκεται στην τοποθεσία της πάλαι ποτε αρχαίας Ψωφίδος.

Τα Τριπόταμα σήμερα ανήκουν διοικητικώς στο νομό Αχαΐας. Στην αρχαιότητα η Ψωφίς ήταν πόλη-κράτος της Αρκαδίας. Πόλη αρχαία, πελασγική, ιδρύθηκε από τον Ερύμανθο του Αρίστα, απόγονο του Πελασγού και του Αρκάδα. Όταν βασίλευσε ο Αχαιός Φηγέας, η πόλη ήκμασε, έκοβε νομίσματα χάλκινα και αργυρά που έφεραν τα αρχικά ΧΟ και στην άλλη όψη είχαν τον Ερύμανθο ή την Άρτεμη. Υπήρχε θέατρο, ναοί της Αφροδίτης και του Ερύμανθου και δημόσια κτίρια. Κατά το μύθο ο Ηρακλής εδώ σκότωσε τον Ερυμάνθιο Κάπρο, φέρνοντας μαζί του την Ψωφίδα κόρη του Έρυκα, και παιδιά τους ήταν οι Πρόμαχος και Εχέφρων, μετέπειτα βασιλείς της Ψωφίδος. Από την Ψωφίδα κατάγονταν ο Ζάκυνθος, οικιστής της Ζακύνθου, και ο Δάρδανος οικιστής της μικρασιατικής Δαρδάνου. Το 217 π.Χ. πάρθηκε από τον Φίλιππο Ε, πέρασε μετά στους Ρωμαίους, το 398 μ.Χ. ερημώθηκε από τον Αλάριχο. Για την πόλη διέσωσε ο περιηγητής Παυσανίας πληροφορίες στα Αρκαδικά του. Η αρχαία πόλη ανασκάφηκε κατά μεγάλο μέρος και βρέθηκαν τείχη, λείψανα μεγαλοπρεπών κτιρίων και θεάτρου, αγάλματα, επιγραφές. Τα σημερινά Τριπόταμα βρίσκονται στα σύνορα τριών νομών, Αχαΐας, Ηλείας και Αρκαδίας.

Μέσα στα βουνά της Αρκαδίας οι αρχαίοι άνθρωποι ζούσαν σε άμεση σχέση και εξάρτηση από τη φύση. Ζάπλουτος και χωμένος στα χρυσάφια ζούσε ο βασιλιάς Κροίσος της μακρυνής Λυδίας. Ό,τι μπορούσε να επιθυμεί ένας άνθρωπος, εκείνος ο ανατολίτης το είχε στον υπέρτατο βαθμό. Με φανερή υπεροψία, στέλνει στο μαντείο των Δελφών, για να πουν ποιος είναι ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Γυρνούν οι απεσταλμένοι με χρησμό. “Ευτυχέστερος όλων, εκ της Ψωφίδος, Αγλαός”. Πηγαίνετε και βρείτε τον, να μου πείτε ποιος είναι αυτός και τι έχει! Γυρνούν πίσω και του λένε, βρήκαμε την πόλη αυτή μέσα στα βουνά της Αρκαδίας, και αυτός ο Αγλαός είναι ένας χωρικός που έχει για περιουσία ένα χωράφι, ένα ζευγάρι βόδια, τη γυναίκα και τα παιδιά του. Άραγε ένας σύγχρονος αστός καταλαβαίνει από ευτυχία περισσότερα από όσο καταλάβαινε από ευτυχία ο Κροίσος ο βασιλιάς της Λυδίας; Χιλιάδες χρόνια πέρασαν κι ο άνθρωπος μένει ο ίδιος. Το ερώτημα παραμένει.

Ο Θεόφραστος έγραψε ότι στα πετρώδη μέρη της Ψωφίδας φύονταν σε μεγάλες ποσότητες και σε άριστη ποιότητα η πανάκεια (κατά το πετραιον περι ψωφιδα και πλειστη και αριστη), το θεραπευτικό βότανο που θεράπευε όλες τις ασθένειες (παν, άκος). Κατά τον Διοσκουρίδη, στην Ψωφίδα καλλεργούνταν συστηματικά η πανάκεια, και γινόταν και εξαγωγή του βοτάνου μετά από επεξεργασία με έναν γαλακτώδη χυμό. Από τις διαθέσιμες πηγές έχουν συμπεράνει ότι στην κλασσική αρχαιότητα η Ψωφίδα διέθετε μεγάλη φαρμακοβιομηχανία. Φαίνεται ότι η αρκαδική φύση ήταν παροιμιώδης. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς έγραψε “αρκαδικον το φιλοχωρειν ορεσι”. Άγρια περιοχή, με το κυνήγι μόνιμη ασχολία των κατοίκων. Και γυναίκες κυνηγούσαν, όπως φανερώνουν οι μύθοι με τις παρθένες Άρτεμη ή Αταλάντη. Ο Παυσανίας έγραψε ότι οι Αρκάδες έσπευσαν προς βοήθεια των Μεσσηνίων κατά των Σπαρτιατών ντυμένοι με δέρματα λύκων και αρκούδων! Για μια στιγμή φαντάσου το θέαμα των πολεμιστών εκείνων! Η άρκτος σχετίζονταν με τον Αρκάδα, ο αετός με το Δία, ο τράγος με τον Πάνα, η έλαφος με την Αρτέμιδα. Η Αρκαδία περιελάμβανε μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου από όσο σήμερα. Οι αρχαίοι συγγραφείς, από Ηρόδοτο ως Παυσανία, λένε ότι η Αρκαδία έμεινε αλώβητη από την δωρική κάθοδο, και οι κάτοικοι έμειναν Αχαιοί, νιώθοντας αυτάρκεια και περηφάνεια για τον τόπο τους και την καταγωγή τους, με δική τους διάλεκτο, ορεσείβιοι, απεχθείς προς τα άστεα, θεωρώντας ότι αυτοί είναι αρχαίοι Πελασγοί, αυτόχθονες Έλληνες. Θα μπορούσαμε με άλλα λόγια να πούμε ότι ο όρος Πελασγοί είχε έναν χαρακτήρα “εθνικό” καθώς ανεφέρονταν σε κάποιον τόπο, αλλά όχι φυλετικό με την μεταγενέστερη αποδεκτή έννοια του όρου, εξέφραζε δηλ. όχι την φυλή ή καταγωγή, αλλά την πρόθεση των ανθρώπων που επέλεγαν τον τόπο που θέλουν να ζήσουν.

Από το Λεχούρι μέχρι την Ψωφίδα ο δρόμος είναι κατηφορικός στο μεγαλύτερο μέρος του. Μετά το βουνό που πέρασα και τον άγριο δρόμο, ο κατηφορικός ασφαλτόδρομος φαντάζει για μένα η ηδονικότερη αποζημίωση. Περνώντας μέσα από μερικούς οικισμούς και κοπάδια, θα φτάσω γρήγορα στα Τριπόταμα. Είναι περασμένο μεσημέρι και μετά τη μεγάλη δοκιμασία που είχα, μία κανονικότατη πείνα με τα όλα της δονεί το στομάχι μου. Σε ένα άδειο υπόστεγο, μια παλιά ταβέρνα, σταματώ για να ετοιμάσω ένα καλό γεύμα. Δύο άντρες με ένα αγροτικό έρχονται. Είναι οι ιδιοκτήτες της πρώην ταβέρνας, κτηνοτρόφοι, πατέρας και γιος. Η μεσημεριανή σαλάτα εμπλουτίζεται σήμερα με ένα εξαιρετικό τυρί. Μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα θα μου δώσει πολλές ζωντανές πληροφορίες για τον τόπο, για τους ανθρώπους, για τη ζωή, για το παρόν, για το παρελθόν, για τα κοπάδια, για τα βουνά, για τα αρχαία, για όλα. Περνούν καναδυό ώρες χωρίς κανείς να το καταλάβει.
-Ωραία όλα αυτά, αλλά πρέπει να πάμε στα ζώα.
-Πού έχετε τα ζώα;
-Πάνω στο κάστρο. Βλέπεις εκείνη την κορφή εκεί πάνω; Με αυτό (το αυτοκίνητο) πάμε κάθε απόγεμα.
-Γιατί το λες κάστρο;
-Εκεί ήταν το κάστρο της αρχαίας Ψωφίδας, αν πήγαινες και έβλεπες το μέρος θα καταλάβαινες.
-Μπορώ να έρθω μαζί σας;
Απορημένα βλέμματα!
-Ξέρεις, είναι δύσκολο μέρος. Θα ανέβεις στην καρότσα. Είσαι σίγουρος;
Ετοιμαζόμαστε. Ανοίγει την τάπα του ψυγείου και βάζει νερό.
-Χάνει;
-Όχι, ζεσταίνεται πολύ στην ανηφόρα και χαλαρώνω την τάπα για να φεύγει ο ατμός.
...
-Σκληρό καρύδι το ντήζελ 4Χ4, έτσι;
-Όλοι εδώ με τέτοια κάνουμε δουλειά. Αυτό όπως το βλέπεις έχει πεντακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα κι ακόμα πάει.
...
Μήπως θα έπρεπε να το ξανασκεφτώ; Τέλος πάντων, σύντομα ανακαλύπτω ότι η βόλτα από την καρότσα ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη στα Τριπόταμα της Αχαΐας είναι μια ομορφότατη στιγμή, καθώς ο πλάγιος ήλιος χαϊδεύει τους ορεινούς όγκους και χαρίζει εικόνες μοναδικές. Το πρόβλημα αρχίζει στην ανηφόρα. Οι κλίσεις είναι τόσο μεγάλες και το τοπίο τόσο άγριο, ώστε εάν ένας ευαίσθητος άνθρωπος συνέβαινε να το κάνει αυτό, το έμφραγμα θα το είχε σίγουρο! Ο δρόμος έχει ανοιχτεί σε μια πλαγιά του άγριου βουνού. Στενός, ανεβαίνει με αλλεπάλληλους ελιγμούς, και με εξωφρενικές κλίσεις. Από την καρότσα επάνω όπου βρίσκομαι, προσπαθώ να κρατηθώ δυνατά και η αίσθηση του άγριου χώρου επιτείνεται εις διπλούν. Έχω μόνιμα από τη μία πλευρά το χάος του γκρεμού και από την άλλη πλευρά τα βράχια να κρέμονται πάνω από το κεφάλι μου. Στους ελιγμούς το μέρος είναι τόσο στενό, ώστε το αυτοκίνητο δεν χωράει να στρίψει αλλά πρέπει να σταματήσει και να κάνει μανούβρα και οι δύο ρόδες πλησιάζουν μέχρι το χείλος του γκρεμού με ένα κομμάτι του οχήματος να βρίσκεται πάνω από το χάος. Όλα αυτά να τα βλέπεις πιασμένος γερά από τις μπάρες σε ένα 4Χ4 που χοροπηδάει στον κατσικόδρομο όρθιος πάνω στην καρότσα! Υπερβατική εμπειρία!

Στοπ και πίσω. Τι συμβαίνει; Τίποτα, μην ανησυχείς, σταμάτησα για να πάρω φόρα. Η κλίση είναι τέτοια που το 4Χ4 πρέπει να πάρει φόρα! Διάβολε, αν επιβιώσω σήμερα θα ζήσω κάμποσα χρόνια ακόμα. Με τα πολλά φτάνουμε σε ένα διάσελο στη στάνη. Ξεκινήσαμε από την Ψωφίδα κάτω στα 570 μέτρα και όπως βλέπω στη συσκευή είμαστε στα 1220 μέτρα ψηλά.

Στο διάστημα της αναμονής να έρθουν τα ζώα, βρίσκω την ευκαιρία να επισκεφθώ το αρχαίο κάστρο, που βρίσκεται σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Πρόκειται για έναν βραχότοπο, με λευκά κοφτερά βράχια. Το κάστρο δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένο, αλλά είναι προφανές από την τοπογραφία και τα υπάρχοντα ίχνη τοποθετημένων βράχων ότι υπήρχε οχύρωση. Από το σημείο αυτό κατοπτεύει κανείς μία τεράστια περιοχή.


Η θέα είναι μοναδική. Κάτω από τα πόδια μου φαίνεται ολοκάθαρα η θέση της αρχαίας πόλης. Σε 360 μοίρες γύρω απλώνεται ένας κόσμος βουνών και σύννεφων, που φωτισμένος από τον πλάγιο απογευματινό ήλιο σχηματίζει ένα εκπληκτικό πανόραμα σκιών και χρωμάτων.





Ο λόφος της αρχαίας πόλης της Ψωφίδος και τα σύγχρονα Τριπόταμα.




Στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας η κορφή του όρους Αφροδίσιο, όπου ο αρχαίος ναός της Αφροδίτης που θα επισκεφθώ σε μερικά εικοσιτετράωρα.

Επιστρέφοντας στο διάσελο, τα ζώα σιγά-σιγά γυρνούν στη στάνη.


Ο ένας σκύλος, ο Νταβέλης που έχει γονίδια από την Πίνδο, είναι άγριος και θέλει προσοχή, όταν τα ζώα είναι κοντά πρέπει να μην απομακρύνομαι από το αφεντικό του και να προσέχω τις κινήσεις μου.









Από έναν Νταβέλη όνομα και πράγμα και άξιο φορέα των γονιδίων του, ούτε στην καρότσα επάνω δεν μπορώ να νιώσω απόλυτα ξέγνοιαστος.

Κάθε μέρα έρχονται εδώ ψηλά για τα ζώα.
-Ο δρόμος πότε ανοίχτηκε;
-Το 2007.
-Και μέχρι τότε πώς ερχόσασταν;
-Με μουλάρια.
-Κάθε μέρα;
-Κάθε μέρα.

Ο παλιός τσοπάνος ξέρει από γκλίτσες. Το ματσούκι από μέλεγο, η κεφαλή από πουρνάρι.

Η επιστροφή στην κατηφόρα θα είναι μία ακόμη περιπέτεια στην καρότσα του 4Χ4 που χοροπηδάει στο βουνό πάνω από τους γκρεμούς. Θα γνωρίσω και άλλους ανοιχτόκαρδους και φιλόξενους αθρώπους σήμερα, και θα με καλέσουν για βραδυνό φαγητό.



> Επόμενο

1 σχόλιο:

  1. Σας ευχαριστούμε πολύ για τα καλά σας λόγια, τις υπέροχες φωτογραφίες και την καταπληκτική περιγραφή του καθημερινού αγώνα μόχθου αυτών των ανθρώπων που πασχίζουν καθημερινά να διατηρήσουν το κοπάδι τους και την ύπαιθρο ζωντανή. Έχεις τα χαιρετίσματα και τις καλύτερες ευχές απο την οικογένειά μου , τον πατέρα μου Βασίλη ,την μητέρα μου Σταυρούλα και τον αδερφό μου Παναγιώτη . Σε περιμένουν για νέα εξόρμηση στο κάστρο απο διαφορετικό δρόμο αυτή την φορά . Θα κάνετε εκει διανυκτέρευση στο Κάστρο παρέα με το κοπάδι και τα σκυλιά . Δυστυχώς δεν θα υπάρχει ο αγαπημένος σου Νταβέλης διότι κάποιοι ασυνείδητοι τιν εκτέλεσαν με καραμπίνα .
    Ευχαριστώ πολύ και εγω προσωπικά για αυτο το υπέροχο ταξίδι που το έζησα μεσα απο την περιγραφή σου.
    Με τιμή
    Γεωργουλόπουλος Θεοδόσης

    ΑπάντησηΔιαγραφή